Τμήμα Τύπου και Πληροφοριών

ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΥΠΟΥ αριθ. 32/2001

12 Ιουλίου 2001

Υπόθεση C-157/99

B.S.M. GERAETS-SMITS κατά Stichting Ziekenfonds και H.T.M. Peerbooms κατά Stichting CZ Groep Zorgverzekeringen

ΟΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΧΟΡΗΡΗΣΕΩΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΝΟΣΗΛΕΙΑ ΣΕ ΑΛΛΟ ΚΡΑΤΟΣ ΜΕΛΟΣ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΤΑΛΗΓΟΥΝ ΣΕ ΑΥΘΑΙΡΕΤΗ ΑΡΝΗΣΗ

Το Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι ένα σύστημα προηγουμένης αδείας συνιστά εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών νοσοκομειακής περιθάλψεως. Υπέρτεροι λόγοι προστασίας της οικονομικής ισορροπίας των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως και διατηρήσεως προσιτής σε όλους παροχής νοσοκομειακών υπηρεσιών δικαιολογούν, ωστόσο, αυτόν τον περιορισμό.

Το Δικαστήριο ορίζει ενδελεχώς τα κριτήρια που διέπουν την άδεια νοσηλείας σε άλλο κράτος μέλος και διευκρινίζει τις έννοιες του συνηθισμένου και αναγκαίου χαρακτήρα της οικείας θεραπείας που προβλέπει η ολλανδική νομοθεσία.


Η B. S. M. Geraets, το γένος Smits, Ολλανδή υπήκοος, πάσχουσα από τη νόσο του πάρκινσον, νοσηλεύθηκε, χωρίς προηγούμενη άδεια του ολλανδικού ταμείου ασφαλίσεως, σε ειδική γερμανική κλινική. Όταν ζήτησε την απόδοση των εξόδων στα οποία είχε υποβληθεί στο πλαίσιο της θεραπείας, το ταμείο αρνήθηκε με την αιτιολογία ότι υφίστατο στις Κάτω Χώρες ικανοποιητική και κατάλληλη θεραπεία γι' αυτή τη νόσο και η θεραπεία που έγινε στη Γερμανία δεν παρουσίαζε κανένα πρόσθετο πλεονέκτημα.

Ο H. T. M. Peerbooms, Ολλανδός υπήκοος, έπεσε σε κώμα συνεπεία αυτοκινητιστικού ατυχήματος. Ακολούθησε ειδική εντατική θεραπεία σε αυστριακή κλινική, η οποία ωφέλησε την κατάστασή του. Πράγματι, ο H. T. M. Peerbooms δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις προκειμένου να γίνει δεκτός σε δύο ολλανδικά ιατρικά κέντρα που εφαρμόζουν, σε πειραματικό στάδιο, την ίδια ιατρική μέθοδο (σε αυτά μπορούν, στις Κάτω Χώρες, να γίνουν δεκτοί ασθενείς κάτω των 25 ετών). Το ολλανδικό ταμείο ασφαλίσεως αρνήθηκε στον H.T.M. Peerbooms την απόδοση των εξόδων αυτής της θεραπείας, δεδομένου ότι η θεραπεία που παρασχέθηκε στην Αυστρία στον ευρισκόμενο σε κωματώδη κατάσταση ασθενή δεν εμφανίζει, κατά την αρμόδια αρχή, κανένα πλεονέκτημα σε σχέση με την παρεχόμενη στις Κάτω Χώρες θεραπεία.

Η ολλανδική νομοθεσία στον τομέα της ολλανδικής ασφαλίσεως προβλέπει, πράγματι, ότι οι ασθενείς μπορούν να τύχουν ιατρικής περιθάλψεως, παρεχομένης τόσο στις Κάτω Χώρες όσο και στην αλλοδαπή, από μη συμβεβλημένα ιδρύματα, μόνο κατόπιν χορηγήσεως προηγουμένης αδείας.


Το ολλανδικό δικαστήριο ενώπιον του οποίου υποβλήθηκαν οι διαφορές μεταξύ των ενδιαφερομένων και των ταμείων υγείας, στα οποία είναι ασφαλισμένοι, υποβάλλει στο Δικαστήριο ερωτήματα ως προς το συμβατό αυτής της μορφής νομοθετικής ρυθμίσεως με την αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι τα κράτη μέλη έχουν την αρμοδιότητα να διαρρυθμίζουν τα οικεία συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως. Ελλείψει εναρμονίσεως σε κοινοτικό επίπεδο, εναπόκειται στη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους να καθορίζει τις προϋποθέσεις του δικαιώματος ή της υποχρεώσεως υπαγωγής σε ένα σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων και τις προϋποθέσεις χορηγήσεως δικαιωμάτων προς λήψη παροχής.

Ωστόσο, τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν το κοινοτικό δίκαιο και, μεταξύ άλλων, την αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Οι ιατρικές δραστηριότητες, ακόμα και λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης φύσεως των οικείων υπηρεσιών (παροχές σε είδος, η αμοιβή που καταβάλλει στο νοσοκομειακό ίδρυμα το ταμείο του ασφαλισμένου), υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

Το Δικαστήριο εξετάζει, επομένως, αν αυτή η ρύθμιση έχει περιοριστικά αποτελέσματα επί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Η εν λόγω νομοθετική ρύθμιση αποτελεί εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, καθόσον εξαρτά την απόδοση των εξόδων από τη χορήγηση προηγουμένης άδειας που υπόκειται σε δύο προϋποθέσεις (η θεραπεία θα πρέπει να είναι συνηθισμένη στους σχετικούς επαγγελματικούς κύκλους. η θεραπεία στην αλλοδαπή πρέπει να είναι αναγκαία).

Μπορεί αυτό το εμπόδιο να δικαιολογηθεί;

Το Δικαστήριο κρίνει ότι ο κίνδυνος σοβαρού πλήγματος στη χρηματοοικονομική ισορροπία του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως και η διατήρηση προσιτής σε όλους ιατρικής και νοσοκομειακής περιθάλψεως συνιστούν χρηματοοικονομικές επιταγές και επιταγές δημοσίας υγείας που μπορούν να δικαιολογήσουν εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.

Η ανάγκη εφαρμογής συστήματος προηγουμένης αδείας, στο πλαίσιο συστήματος υγειονομικής περιθάλψεως που βασίζεται στη σύναψη συμβάσεων επιτρέπει, κατά το Δικαστήριο, τη διασφάλιση εντός του οικείου κράτους επαρκούς και διαρκούς προσβάσεως σε πλήρες φάσμα υπηρεσιών νοσοκομειακής περιθάλψεως υψηλού επιπέδου, τη διασφάλιση του ελέγχου των εξόδων και την αποφυγή της σπατάλης οικονομικών, τεχνικών και ανθρωπίνων πόρων.

Πάντως, οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της προηγουμένης άδειας, όπως επιβάλλονται στις Κάτω Χώρες, πρέπει να είναι δικαιολογημένες και να τηρούν την αρχή της αναλογικότητας.

Έτσι, η προϋπόθεση του συνηθισμένου χαρακτήρα της νοσοκομειακής περιθάλψεως που παρέχεται σε άλλο κράτος μέλος είναι αποδεκτή μόνο στο μέτρο που πρόκειται για μέθοδο αρκετά δοκιμασμένη και αναγνωρισμένη στη διεθνή ιατρική επιστήμη.

Η δεύτερη προϋπόθεση, ήτοι η ανάγκη παροχής της οικείας θεραπείας, δηλαδή η προϋπόθεση της περιθάλψεως σε ίδρυμα της αλλοδαπής λόγω της καταστάσεως της υγείας του ασφαλισμένου, δεν μπορεί να συνεπάγεται άρνηση χορηγήσεως της αδείας παρά μόνον αν υφίσταται η ίδια ή ίδιας αποτελεσματικότητας για τον ασθενή θεραπεία που μπορεί να του παρασχεθεί εγκαίρως σε συμβεβλημένο ίδρυμα.


Ανεπίσημο κείμενο για τα μέσα ενημέρωσης, το οποίο δεν δεσμεύει το Δικαστήριο.
Διατίθεται σε όλες τις επίσημες γλώσσες.

Για το πλήρες κείμενο της αποφάσεως συμβουλευθείτε τη σελίδα μας Internet www.curia.eu.int .
περί τη 15.00 μεταμεσημβρινή σήμερα.

Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε με την κα Estella Cigna,
τηλ. (352) 43 03 2582
fax (352) 43 03 2674.