Τμήμα Τύπου και Πληροφοριών

ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΥΠΟΥ Νο 41/ 01


20 Σεπτεμβρίου 2001

Απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-184/99
Rudy Grzelczyk και Centre public d'aide sociale d'Ottignies-Louvain-la-Neuve

ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΜΕΛΟΣ ΥΠΟΔΟΧΗΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΧΟΡΗΓΕΙ ΠΑΡΟΧΗ ΕΞΑΣΦΑΛΙΖΟΥΣΑ ΚΑΤΩΤΑΤΟ ΟΡΙΟ ΔΙΑΒΙΩΣΕΩΣ ΣΤΟΥΣ ΑΛΛΟΔΑΠΟΥΣ ΣΠΟΥΔΑΣΤΕΣ ΠΟΥ ΔΙΑΜΕΝΟΥΝ Σ' ΑΥΤΟ ΥΠΟ ΤΙΣ ΙΔΙΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΣΠΟΥΔΑΣΤΕΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΤΗΝ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑ ΤΟΥ

Το Δικαστήριο θεωρεί ότι η ιδιότητα του πολίτη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως τείνει να αποτελέσει τη θεμελιώδη ιδιότητα των υπηκόων των κρατών μελών
η οποία τους εξασφαλίζει, στους τομείς που καλύπτει το κοινοτικό δίκαιο, την ίδια νομική μεταχείριση ανεξαρτήτως της ιθαγένειάς τους.

Ο R. Grzelczyk είναι σπουδαστής γαλλικής υπηκοότητας. Πραγματοποίησε σπουδές φυσικής αγωγής στο Βέλγιο, στο πανεπιστήμιο της Louvain-la-Neuve. Κατά τα τρία πρώτα έτη των σπουδών του κάλυψε μόνος του τα έξοδα διαβιώσεως, κατοικίας και σπουδών, κάνοντας διάφορες μισθωτές μικροεργασίες και επιτυγχάνοντας ευκολίες πληρωμής. Επειδή το τέταρτο έτος σπουδών απαιτούσε μεγαλύτερη προσωπική εργασία, ο R. Grzelczyk ζήτησε και επέτυχε, κατ' αρχάς, τη χορήγηση της εξασφαλίζουσας το κατώτατο όριο διαβιώσεως παροχής (στο εξής: κατώτατο όριο διαβιώσεως) για το 1998/1999 από το Centre public d'aide sociale d'Ottignies-Louvain-la-Neuve (CPAS).

Η χορήγηση του κοινωνικού αυτού οφέλους διακόπηκε από 1ης Ιανουαρίου 1999, το δε αρμόδιο υπουργείο αιτιολόγησε την απόφασή του προβάλλοντας την ιδιότητα του ενδιαφερομένου ως σπουδαστή.

Όταν θεσπίστηκε, το 1974, το δικαίωμα στη χορήγηση του κατωτάτου ορίου διαβιώσεως, αυτό χορηγούνταν, κατ' αρχήν, στους ενήλικες Βέλγους υπηκόους που διέμεναν στο Βέλγιο και δεν διέθεταν επαρκείς πόρους. Από το 1987 το πεδίο εφαρμογής του έχει επεκταθεί, μεταξύ άλλων, στα άτομα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού κανονισμού του 1968 σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας.

Ο R. Grzelczyk προσέβαλε ενώπιον του αρμόδιου βελγικού δικαστηρίου ((Nivelles) την απόφαση του CPAS, της 29ης Ιανουαρίου 1999, με την οποία διακόπηκε η χορήγηση του κατωτάτου ορίου διαβιώσεως.

Το tribunal de travail de Nivelles ερωτά το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αν η βελγική νομοθεσία είναι συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο: Απαγορεύουν η Συνθήκη και, ειδικότερα, οι αρχές περί ευρωπαϊκής ιθαγένειας και περί απαγορεύσεως των διακρίσεων που προβλέπονται σ' αυτήν, να εξαρτάται το δικαίωμα σε κοινωνικές παροχές που χορηγούνται από σύστημα μη στηριζόμενο σε εισφορές από την προϋπόθεση να θεωρούνται οι υπήκοοι των άλλων κρατών μελών (εν προκειμένω ένας Γάλλος σπουδαστής) εργαζόμενοι, ενώ η προϋπόθεση αυτή δεν ισχύει για τους υπηκόους του κράτους μέλους υποδοχής (εν προκειμένω τους Βέλγους σπουδαστές);

Το Δικαστήριο επισημαίνει, κατ' αρχάς, ότι το κατώτατο όριο διαβιώσεως συνιστά κοινωνικό όφελος και ότι ένας Βέλγος σπουδαστής που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση με τον R. Grzelczyk θα πληρούσε τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη χορήγηση του οφέλους αυτού. Επομένως, το Δικαστήριο θεωρεί ότι ο R. Grzelczyk υφίσταται δυσμενή διάκριση λόγω της ιθαγενείας του και μόνον. Στους τομείς εφαρμογής της Συνθήκης όμως, η Συνθήκη ΕΚ απαγορεύει τέτοιες διακρίσεις.

Το Δικαστήριο θεωρεί ότι οι καταστάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης περιλαμβάνουν αυτές που άπτονται της ασκήσεως των θεμελιωδών ελευθεριών που εγγυάται η Συνθήκη και, μεταξύ άλλων, αυτές που άπτονται της ασκήσεως της ελευθερίας κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών, η οποία εξασφαλίζεται στο πλαίσιο των διατάξεων της Συνθήκης για την ευρωπαϊκή ιθαγένεια.

Από τη θέσπιση της ιθαγένειας της Ενώσεως με τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Νοεμβρίου 1993, ένας πολίτης της Ενώσεως που σπουδάζει σε πανεπιστήμιο άλλου κράτους μέλους από αυτό του οποίου είναι υπήκοος δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να στερηθεί τη δυνατότητα να επικαλεστεί την απαγόρευση κάθε δυσμενούς διακρίσεως λόγω ιθαγένειας.

Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι τα κράτη μέλη μπορούν βεβαίως να απαιτούν από τους σπουδαστές που επιθυμούν να ασκήσουν το δικαίωμα διαμονής στο έδαφός τους να διαβεβαιώσουν ότι διαθέτουν για τους ίδιους και, ενδεχομένως, για τις οικογένειές τους επαρκείς πόρους, σύμφωνα με κοινοτική οδηγία, προκειμένου να μην αποτελούν δυσανάλογο βάρος για την κοινωνική πρόνοια του κράτους μέλους υποδοχής.

Πάντως, η εκτίμηση της υπάρξεως επαρκών πόρων πραγματοποιείται, κατά το Δικαστήριο, τη στιγμή που γίνεται η σχετική δήλωση. Το Δικαστήριο προσθέτει ότι η οικονομική κατάσταση ενός σπουδαστή μπορεί να μεταβληθεί με το πέρασμα του χρόνου για λόγους ανεξάρτητους της θελήσεώς του και ότι, ως εκ τούτου, οι διατάξεις της κοινοτικής αυτής οδηγίας δεν στερούν τους σπουδαστές από τη δυνατότητα να προσφύγουν στη συνέχεια στην κοινωνική πρόνοια του κράτους μέλους υποδοχής.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο θεωρεί ότι οι διατάξεις σχετικά με την απαγόρευση των διακρίσεων και την ευρωπαϊκή ιθαγένεια απαγορεύουν να εξαρτάται το δικαίωμα σε κοινωνικές παροχές που χορηγούνται από σύστημα μη στηριζόμενο σε εισφορές από προϋπόθεση που δεν ισχύει για τους υπηκόους του κράτους μέλους υποδοχής.

Σε αντίθεση προς το αίτημα της Βελγικής Κυβερνήσεως, το Δικαστήριο δεν περιορίζει τα διαχρονικά αποτελέσματα της αποφάσεώς του: οιδιατάξεις σχετικά με την ιθαγένεια της Ενώσεως εφαρμόζονται από τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ανεπίσημο έγγραφο προοριζόμενο για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης,
το οποίο δεν δεσμεύει το Δικαστήριο.

Διατίθεται σε όλες τις επίσημες γλώσσες.

Για το πλήρες κείμενο της αποφάσεως
μπορείτε να συμβουλεύεστε τη σελίδα μας Internet
www.curia.eu.int 
από τις 3 μ.μ. περίπου.

Για περισσότερες πληροφορίες,
επικοινωνήστε με την κα Estella Cigna
τηλ: (352) 4303 2582 fax: (352) 43 03 2674