Τμήμα Τύπου και Πληροφοριών

ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΥΠΟΥ αριθ. 45/01

27 Σεπτεμβρίου 2001

Αποφάσεις του Δικαστηρίου στις υποθέσεις C-63/99, C-257/99 και C-235/99

The Queen και Secretary of State for the Home Department και Wieslaw Gloszczuk και Elzbieta Gloszczuk, The Queen και Secretary of State for the Home department και Julius Barkoci και Marcel Malik, The Queen και Secretary of State for the Home Department και Eleanora Ivanova Kondova


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΚΔΙΔΕΙ ΤΡΕΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΠΟΛΩΝΩΝ, ΤΣΕΧΩΝ ΚΑΙ ΒΟΥΛΓΑΡΩΝ ΥΠΗΚΟΩΝ ΣΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Οι υπήκοοι των κρατών αυτών μπορούν να επικαλούνται απευθείας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων το δικαίωμα εγκαταστάσεως που προβλέπουν οι Συμφωνίες Σύνδεσης που έχει συνάψει η Ευρωπαϊκή Ένωση με την Πολωνία, την Τσεχική Δημοκρατία και τη Βουλγαρία.

Εντούτοις, τα κράτη μέλη διατηρούν, βάσει των Συμφωνιών αυτών, την εξουσία ρυθμίσεως του δικαιώματος εισόδου και παραμονής των υπηκόων των κρατών αυτών στο έδαφός τους.


Οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες υπέγραψαν Συμφωνίες Σύνδεσης με την Πολωνία (η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Φεβρουαρίου 1994), την Τσεχική Δημοκρατία (η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Φεβρουαρίου 1995) και τη Βουλγαρία (η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Φεβρουαρίου 1995).

Οι τρεις αυτές Συμφωνίες αποσκοπούν στη δημιουργία κατάλληλου πλαισίου για την ένταξη των τριών αυτών κρατών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Συναφώς, οι Συμφωνίες περιέχουν διατάξεις σχετικά με την κυκλοφορία των εργαζομένων, το δικαίωμα εγκαταστάσεως και την παροχή υπηρεσιών.

Προβλέπουν, μεταξύ άλλων, διατάξεις που απαγορεύουν τις διακρίσεις λόγω ιθαγένειας κατά τη μεταχείριση των υπηκόων των τριών αυτών κρατών που είναι αυτοαπασχολούμενοι εργαζόμενοι, ιδρύουν και διευθύνουν εταιρίες. Η μεταχείρισή τους πρέπει να είναι το ίδιο ευνοϊκή με τη μεταχείριση των εταιριών και των υπηκόων των κρατών μελών.

Το Ηνωμένο Βασίλειο προσάρμοσε την περί αλλοδαπών νομοθεσία του αφού τέθηκαν σε ισχύ αυτές οι Συμφωνίες Σύνδεσης που είχαν συναφθεί με τα κράτη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (Immigration Rules του 1994). Οινομοθετικές αυτές διατάξεις ορίζουν τις ειδικές προϋποθέσεις εισόδου και παραμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο για τα πρόσωπα που έχουν την πρόθεση να ασκήσουν δραστηριότητες κατ' εφαρμογή των Συμφωνιών αυτών.

Οι τρεις υποθέσεις αφορούν διαφορές μεταξύ Πολωνών, Τσέχων και Βουλγάρων υπηκόων αφενός και των βρετανικών αρχών αφετέρου.

    - Οι W. και E. Gloszczuk είναι Πολωνοί υπήκοοι. Έλαβαν άδειες εισόδου στο Ηνωμένο Βασίλειο ως τουρίστες το 1989 και το 1991, πριν να τεθεί σε εφαρμογή η Συμφωνία Σύνδεσης. Οι θεωρήσεις εισόδου τους προέβλεπαν ρητά την απαγόρευση ασκήσεως μισθωτής εργασίας και εμπορικών δραστηριοτήτων ή δραστηριοτήτων ελευθέρων επαγγελματιών. Δεν αναχώρησαν από το Ηνωμένο Βασίλειο κατά τη λήξη της ισχύος των θεωρήσεών τους και παρέμεναν συνεπώς παράνομα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Μετά τη γέννηση του γιού τους το 1993, οι σύζυγοι Gloszczuk υπέβαλαν αίτηση νομιμοποιήσεως της παραμονής τους, καθότι ο W. Gloszczuk ισχυριζόταν ότι εγκαταστάθηκε ως ανεξάρτητος εργολάβος οικοδομών το 1995. Οι αιτήσεις τους απορρίφθηκαν από τον Secretary of State, ο οποίος έκρινε ότι η Συμφωνία Σύνδεσης δεν είχε εφαρμογή στα πρόσωπα που παρέμεναν παράνομα στην εθνική επικράτεια.

    - Οι Barkocki και Malik ζήτησαν πολιτικό άσυλο στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1997. Παρουσιάστηκαν ως τσιγγάνοι από την Τσεχική Δημοκρατία, αλλά οι αιτήσεις τους απορρίφθηκαν. Υπέβαλαν επίσης αιτήσεις εγκαταστάσεως στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1998 βάσει της Συμφωνίας Σύνδεσης, ο μεν Barkocki ως αυτοαπασχολούμενος κηπουρός, ο δε Malik ως παρέχων υπηρεσίες καθαρισμού οικιών και εμπορικών καταστημάτων. Οι αρχές δέχθηκαν να εξετάσουν τις αιτήσεις αυτές ως αιτήσεις αρχικής εισόδου, παρότι οι Barkocki και Malik βρίσκονταν ήδη στο βρετανικό έδαφος. Ενόψει των σχεδίων εγκαταστάσεώς τους, οι αρχές δεν πείστηκαν ως προς το οικονομικώς βιώσιμο των σχεδίων τους ή ότι αυτοί θα εργάζονταν πράγματι ως αυτοαπασχολούμενοι και απέρριψαν τις αιτήσεις τους.

    - Η Kondova, φοιτήτρια κτηνιατρικής από τη Βουλγαρία, έλαβε το 1993 έγγραφο εισόδου υπό μορφή έγκυρης θεωρήσεως απλής εισόδου στο Ηνωμένο Βασίλειο διάρκειας τριών μηνών για να εργαστεί σε γεωργικές εργασίες. Η αίτησή της περί χορηγήσεως πολιτικού ασύλου απορρίφθηκε, αυτή ωστόσο παρέμεινε στο Ηνωμένο Βασίλειο μετά τη λήξη της αρχικής άδειας παραμονής της. Η Kondova δέχθηκε ότι πρόθεσή της ήταν να παραπλανήσει εγνωσμένα τις βρετανικές αρχές κατά την είσοδό της στο κράτος αυτό, στο οποίο σκόπευε να ζητήσει πολιτικό άσυλο. Αφού άρχισε να ασκεί δραστηριότητα αυτοαπασχολούμενης καθαρίστριας, υπέβαλε το 1996 αίτηση χορηγήσεως άδειας παραμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο βάσει των διατάξεων της Συμφωνίας Σύνδεσης, παρά το ότι είχε εισέλθει παράνομα σ' αυτό το κράτος μέλος. Τόνισε ιδιαίτερα την οικονομική βοήθεια που μπορούσε να της παρέχει ο σύζυγός της, καθόσον είχε τελέσει γάμο με υπήκοο της Δημοκρατίας του Μαυρικίου, στον οποίο είχε χορηγηθεί άδεια παραμονής αορίστου χρόνου. Δεδομένου ότι δεν της αναγνωρίστηκαν αμέσως τα δικαιώματα τα οποία φρονούσε ότι απέρρεαν απευθείας από τη Συμφωνία Σύνδεσης, η Kondova ζήτησε την επιδίκαση αποζημιώσεως.

Στις τρεις αυτές υποθέσεις, που αφορούν διαφορές μεταξύ των προσώπων αυτών και των βρετανικών αρχών, το High Court of Justice ερωτά το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων επί της απευθείας εφαρμογής και του περιεχομένου του δικαιώματος εγκαταστάσεως που προβλέπουν οι εν λόγω Συμφωνίες Σύνδεσης.

Το Δικαστήριο υπενθυμίζει κατ' αρχάς τον σκοπό των Συμφωνιών Σύνδεσης: προώθηση του εμπορίου και αρμονικών οικονομικών σχέσεων μεταξύ των μερών για την ανάπτυξη της ευημερίας των κρατών αυτών και τη διευκόλυνση των μελλοντικών τους προσχωρήσεων στην Κοινότητα.

Το Δικαστήριο θεωρεί ότι οι αρχές των κρατών μελών είναι αρμόδιες να εφαρμόζουν, στο πλαίσιο των ορίων που θέτουν οι Συμφωνίες αυτές, τις νομοθετικές τους διατάξεις σχετικά με την είσοδο, την παραμονή και την εγκατάσταση στην εθνική επικράτεια.

Το Δικαστήριο αποφαίνεται ωστόσο ότι η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων έχει απευθείας εφαρμογή υπέρ των υπηκόων της Πολωνίας, της Τσεχικής Δημοκρατίας και της Βουλγαρίας που επιθυμούν να ασκήσουν στο έδαφος των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης οικονομικές δραστηριότητες ως αυτοαπασχολούμενοι εργαζόμενοι ή να ιδρύσουν εκεί και να διευθύνουν εταιρίες επί των οποίων ασκούν ουσιαστικό έλεγχο: η αρχή αυτή είναι ανεπιφύλακτη και μπορεί να λειτουργήσει ικανοποιητικά, ώστε να εφαρμοστεί από τον εθνικό δικαστή, που καλείται να κρίνει τη νομική κατάσταση των ενδιαφερομένων ιδιωτών.

Συνεπώς, οι Συμφωνίες Σύνδεσης παρέχουν στους υπηκόους αυτούς δικαίωμα εγκαταστάσεως, δηλαδή δικαίωμα αναλήψεως βιομηχανικών, εμπορικών, βιοτεχνικών δραστηριοτήτων, καθώς και δραστηριοτήτων ελεύθερων επαγγελματιών, και ασκήσεώς τους από τον ενδιαφερόμενο υπό την ιδιότητα του αυτοαπασχολούμενου εργαζομένου.

Το Δικαστήριο υπενθυμίζει τη νομολογία βάσει της οποίας από τη Συνθήκη ΕΚ προκύπτει ότι στους υπηκόους των κρατών μελών παρέχονται, ως συνέπεια του δικαιώματος εγκαταστάσεως, δικαίωμα εισόδου και δικαίωμα παραμονής στην εθνική επικράτεια.

Το Δικαστήριο δέχεται ωστόσο ότι τα δικαιώματα εισόδου και παραμονής δεν είναι απόλυτα προνόμια που παρέχονται στους Πολωνούς, Τσέχους και Βουλγάρους υπηκόους και ότι η άσκησή τους μπορεί να περιορίζεται από τις ρυθμίσεις των κρατών μελών. Οι εθνικές αυτές διατάξεις περί αλλοδαπών δεν πρέπει να εξουδετερώνουν ούτε να περιορίζουν τα οφέλη που απορρέουν για τους ενδιαφερομένους από το δικαίωμα εγκαταστάσεως που προβλέπουν οι Συμφωνίες.

Συνεπώς, το Δικαστήριο, καλούμενο να κρίνει κατά πόσο συνάδει μια εθνική νομοθεσία περί αλλοδαπών με τις διατάξεις των τριών Συμφωνιών Σύνδεσης, συνήγαγε τις ακόλουθες αρχές:

- Ένα κράτος μέλος δεν μπορεί, βάσει ενός προβλεπόμενου γενικού περιορισμού της μεταναστεύσεως, να αρνηθεί σε υπήκοο ενός από τα οικεία κράτη μέλη την είσοδο και την παραμονή με σκοπό την εγκατάστασή του σ' αυτό το κράτος μέλος λόγω της ιθαγενείας του ή του κράτους κατοικίας του, ούτε μπορεί να εξαρτήσει το δικαίωμά του αναλήψεως μη μισθωτής επαγγελματικής δραστηριότητας από οικονομικούς λόγους σχετικούς με την αγορά εργασίας.


- Επιβάλλεται να διευκρινιστεί αν η δραστηριότητα στο κράτος μέλος υποδοχής την οποία προτίθενται να ασκήσουν τα πρόσωπα τα οποία καλύπτουν οι διατάξεις των Συμφωνιών Σύνδεσης είναι μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα. Συνάδει συνεπώς προς τη Συμφωνία Σύνδεσης η εφαρμογή εθνικού συστήματος προηγούμενου ελέγχου της ακριβούς φύσεως της σκοπούμενης δραστηριότητας (εκτίμηση της επάρκειας των οικονομικών πόρων και των πιθανοτήτων επιτυχίας με τη διενέργεια λεπτομερών ελέγχων).

- Αντίθετα, ένας Πολωνός, Τσέχος ή Βούλγαρος υπήκοος που υποβάλλει ψευδή δήλωση και καθιστά δολίως αναποτελεσματικούς τους σχετικούς ελέγχους, δηλώνοντας ότι εισέρχεται σ'ένα κράτος μέλος για τουρισμό, ενώ πρόθεσή του είναι να αναλάβει οικονομική δραστηριότητα, θέτει εαυτόν εκτός του πεδίου προστασίας που του αναγνωρίζεται βάσει της Συμφωνίας Σύνδεσης: το κράτος μέλος μπορεί τότε να απορρίψει την αίτησή του και να απαιτήσει από αυτόν να υποβάλει νομοτύπως νέα αίτηση για χορήγηση θεωρήσεως εισόδου στις αρμόδιες αρχές εντός του κράτους καταγωγής του ή άλλου κράτους, εφόσον τούτο δεν εμποδίζει τη μεταγενέστερη εξέταση της καταστάσεώς του.

- Οι επεμβάσεις των εθνικών αρχών δεν πρέπει πάντως να θίγουν την ουσία των δικαιωμάτων εισόδου, παραμονής και εγκαταστάσεως των υπηκόων αυτών, για τους οποίους ισχύουν εξάλλου και τα θεμελιώδη δικαιώματα (όπως ο σεβασμός της οικογενειακής ζωής και ο σεβασμός της ιδιοκτησίας) που απορρέουν από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.


Ανεπίσημο κείμενο για χρήση από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, το οποίο δεν δεσμεύει το Δικαστήριο.
Διαθέσιμες γλώσσες: όλες.
Για το πλήρες κείμενο των αποφάσεων συμβουλευθείτε τη σελίδα μας στο Internet www.curia.eu.int 
περί την 3η μ.μ. σήμερα.
Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε με την κ. Estella Cigna
τηλ: (352) 4303 2582
fax: (352) 43 03 2674.