Τμήμα Τύπου και Πληροφοριών

ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΥΠΟΥ ΑΡ. 64/01

6 Δεκεμβρίου 2001

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Siegbert Alber στις υποθέσεις

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ισπανίας (C-12/00) και Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλίας (C-14/00)

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΟΝΟ ΒΟΥΤΥΡΟ ΚΑΚΑΟΥ ΟΠΟΥΔΗΠΟΤΕ ΑΝΑΓΡΑΦΕΤΑΙ Η ΛΕΞΗ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

Ο γενικός εισαγγελέας Alber προτείνει στο Δικαστήριο των ΕΚ να καταδικαστούν η Ισπανία και η Ιταλία λόγω παραβιάσεως της Συνθήκης ΕΚ, διότι απαγόρευσαν τα προϊόντα σοκολάτας που εκτός από βούτυρο κακάου περιέχουν και άλλα φυτικά λίπη να διατίθενται στο εμπόριο με τον χαρακτηρισμό «σοκολάτα».


Η Ιταλία και η Ισπανία απαγορεύουν την εμπορία προϊόντων, τα οποία εκτός από βούτυρο κακάου περιέχουν και άλλα φυτικά λίπη, με τον χαρακτηρισμό «σοκολάτα». τέτοια προϊόντα πρέπει να χαρακτηρίζονται ως «υποκατάστατο σοκολάτας». Η απαγόρευση αυτή αφορά την παρασκευαζομένη στη Δανία, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία, τη Σουηδία, τη Φινλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο σοκολάτα, η οποία, ενώ τηρεί την ελάχιστη περιεκτικότητα σε βούτυρο κακάου, περιέχει επιπλέον και άλλα φυτικά λίπη σε ποσοστό έως 5 % κατά ανώτατο όριο. Με εξαίρεση την Ισπανία και την Ιταλία, όλα τα άλλα δεκατρία κράτη μέλη επιτρέπουν τη διάθεσή της στο εμπόριο ως «σοκολάτας».

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεωρεί ότι οι ιταλικές και ισπανικές διατάξεις εμποδίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, αντίθετα προς το κοινοτικό δίκαιο, και ζητεί να αναγνωριστεί η παραβίαση της Συνθήκης ΕΚ.

Ο γενικός εισαγγελέας Siegbert Alber αναπτύσσει σήμερα τις προτάσεις του.

Η άποψη του γενικού εισαγγελέα δεν δεσμεύει το Δικαστήριο. Το έργο του γενικού εισαγγελέα είναι να προτείνει στο Δικαστήριο, με πλήρη ανεξαρτησία, νομική λύση για την υπόθεση, της οποίας έχει επιληφθεί.  

Ο γενικός εισαγγελέας επισημαίνει, κατ' αρχάς, ότι κοινοτική οδηγία του 1973 αφορά μεν ρύθμιση της χρησιμοποιήσεως του χαρακτηρισμού «σοκολάτα», πλην όμως δεν καθορίζει, κατά πόσον επιτρέπεται τα προϊόντα τα οποία περιέχουν εκτός του βουτύρου κακάου και άλλα φυτικά λίπη να διατίθενται στο εμπόριο με τον χαρακτηρισμό «σοκολάτα». Η ρύθμιση αυτή θεσπίστηκε για πρώτη φορά με κοινοτική οδηγία του 2000, την οποία τα κράτη μέλη πρέπει να μεταφέρουν στο εσωτερικό δίκαιο έως τον Αύγουστο 2003 και η οποία, επομένως, δεν έχει εφαρμογή στην προκειμένη διαφορά.

Ο γενικός εισαγγελέας αναφέρει ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, τα κράτη μέλη είναι μεν αρμόδια για να ρυθμίζουν μόνον εν μέρει εναρμονισμένα θέματα, αυτές οι εθνικές ρυθμίσεις πρέπει όμως να συμβιβάζονται με τις διατάξεις περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων της Συνθήκης ΕΚ.

Η ιταλική και η ισπανική ρύθμιση εξαναγκάζουν τους εγκατεστημένους σε άλλα κράτη μέλη παρασκευαστές να μεταβάλλουν τη σύνθεση των νομίμως με τον χαρακτηρισμό «σοκολάτα» παρασκευαζομένων σε άλλα κράτη μέλη προϊόντων τους, αν αυτοί θέλουν να τα διαθέτουν στο εμπόριο στην Ιταλία και την Ισπανία με τον χαρακτηρισμό «σοκολάτα». Κατά την άποψη του γενικού εισαγγελέα, αμφότερες οι εθνικές αυτές ρυθμίσεις περιορίζουν με τον τρόπο αυτό την πρόσβαση των νομίμως παρασκευαζομένων σε άλλα κράτη μέλη προϊόντων στην ισπανική και την ιταλική αγορά και εμποδίζουν, επομένως, την ελεύθερη κυκλοφορία τους στην Κοινότητα.

Το γεγονός ότι αυτά τα προϊόντα μπορούν να διατίθενται στο εμπόριο με τον χαρακτηρισμό «υποκατάστατο σοκολάτας» δεν αλλάζει ως προς αυτό τίποτε, δεδομένου ότι είναι δυνατό ο καταναλωτής να θεωρεί αυτά τα προϊόντα ως μη πλήρους αξίας και να τα εκτιμά λιγότερο απ' ό,τι τα προϊόντα με την ονομασία «σοκολάτα».

Ο γενικός εισαγγελέας δεν δέχεται ότι δικαιολογείται η παρεμπόδιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων λόγω της προστασίας του καταναλωτή που επικαλούνται η Ιταλία και η Ισπανία. Η απαγόρευση της διαθέσεως στο εμπόριο με τον χαρακτηρισμό «σοκολάτα» και η δυνατότητα να διατίθενται τα προϊόντα αυτά ως «υποκατάστατο σοκολάτας» προσφέρονται μεν για να προφυλάξουν από την πλάνη τον Ισπανό και τον Ιταλό καταναλωτή. Η απαγόρευση δεν αποτελεί όμως το ηπιότερο μέσο για τη διαφώτιση των καταναλωτών αυτών σχετικά με το ότι το προϊόν περιέχει και άλλα ακόμη φυτικά λίπη εκτός του βουτύρου κακάου. Το Δικαστήριο, σε παρόμοιες περιπτώσεις, που αφορούσαν τη σύνθεση του προϊόντος, έκρινε ότι ήταν επαρκής η επισήμανση για τη διαφύλαξη των συμφερόντων του καταναλωτή.

Επιπλέον, το Δικαστήριο ελάμβανε πάντοτε υπόψη έναν ενήμερο καταναλωτή, στον οποίο μπορεί να να δοθεί μια ανεξάρτητη πληροφορία για να την αξιοποιήσει. Επομένως, πρέπει να ληφθεί ως βάση ότι καταναλωτές, οι οποίοι κατά την απόφασή τους σχετικά με τις αγορές τους λαμβάνουν υπόψη τους τη σύνθεση του προϊόντος, διαβάζουν κατ' αρχάς τον πίνακα των πρόσθετων υλικών.

Ο γενικός εισαγγελέας επισημαίνει πάντως ότι το Δικαστήριο έθεσε τα όρια για το τι πρέπει να παρέχεται με τη σχετική επισήμανση, εκεί όπου το αντίστοιχο προϊόν τροποποιήθηκε σε ουσιώδη για τη σύνθεσή του βαθμό. Αυτό θα μπορούσε να δικαιολογήσει την απαγόρευση της χρησιμοποιήσεως του χαρακτηρισμού.

Κατά την άποψη του γενικού εισαγγελέα, το βούτυρο κακάου πρέπει να θεωρείται «ουσιώδες συστατικό» της σοκολάτας υπό την έννοια της αναφερθείσας κοινοτικής οδηγίας του 1973. Τα προϊόντα, των οποίων η εμπορία με τον χαρακτηρισμό «σοκολάτα» απαγορεύτηκε στην Ιταλία και στην Ισπανία, τηρούν όμως την καθοριζομένη από την οδηγία ελαχίστη περιεκτικότητα σε βούτυρο κακάου. Ο γενικός εισαγγελέας θεωρεί, επομένως, ότι η προσθήκη άλλων φυτικών λιπών έως 5 % δεν έχει ως αποτέλεσμα ουσιώδη μεταβολή της συνθέσεως του εν λόγω προϊόντος.

Επομένως, ο γενικός εισαγγελέας καταλήγει ότι σχετική - επαρκώς σαφής - επισήμανση του προϊόντος παρεμβαίνει λιγότερο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων.

Ως προς το σημείο τούτο, η ισπανική και η ιταλική ρύθμιση είναι δυσανάλογες και, επομένως, δεν ενδείκνυνται για να δικαιολογήσουν τον διαπιστωθέντα περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων.

Πρέπει ακόμη μια φορά να επισημανθεί ότι οι περιπτώσεις αυτές πρέπει να κριθούν σύμφωνα με την οδηγία του 1973, με την οποία δεν ρυθμίζεται κατά πόσον τα προϊόντα, τα οποία εκτός από το βούτυρο κακάου περιέχουν και άλλα φυτικά λίπη, επιτρέπεται να διατίθενται στο εμπόριο με τον χαρακτηρισμό «σοκολάτα», ενώ αντιθέτως στην οδηγία του 2000, (η οποία θα αρχίσει να εφαρμόζεται από το 2003), υπάρχει ρύθμιση, η οποία επιτρέπει την προσθήκη άλλων φυτικών λιπών έως 5 %.

        


Ανεπίσημο έγγραφο προοριζόμενο για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, το οποίο δεν δεσμεύει το Δικαστήριο.

Διαθέσιμο σε όλες τις επίσημες γλώσσες.

Για το πλήρες κείμενο των προτάσεων συμβουλευθείτε από τις 15:00 περίπου το απόγευμα σήμερα τη σελίδα Internet του Δικαστηρίου www.curia.eu.int 

Για περαιτέρω πληροφορίες επικοινωνείστε με την κα Estella Cigna
Tel.: (0 03 52) 43 03 - 2582 Fax: (0 03 52) 43 03 - 2674.