Τμήμα Τύπου και Πληροφοριών

ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΥΠΟΥ αρ. 68/01

της 13ης Δεκεμβρίου 2001

Απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-1/00

Επιτροπή κατά Γαλλίας

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ ΤΗ ΓΑΛΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΟΤΙ ΑΡΝΗΘΗΚΕ ΝΑ ΑΡΕΙ ΜΕΤΑ ΤΙΣ 30 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1999 ΤΗΝ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ ΣΩΣΤΑ ΣΕΣΗΜΑΣΜΕΝΩΝ Η ΕΤΙΚΕΤΑΡΙΣΜΕΝΩΝ ΒΡΕΤΑΝΙΚΩΝ ΒΟΕΙΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ

Παρά ταύτα, το Δικαστήριο υπογραμμίζει τη σημασία που έχει για την προστασία της δημόσιας υγείας ένα αξιόπιστο σύστημα ανασυστάσεως του ιστορικού των προϊόντων. Επί πλέον, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ορισμένες δυσκολίες για την εφαρμογή των κοινοτικών αποφάσεων οφείλονταν στην ύπαρξη όχι πολύ σαφούς νομοθεσίας.

Από το 1990, διάφορα μέτρα που θεσπίστηκαν από το Συμβούλιο και την Επιτροπή καθιέρωσαν ένα πρόγραμμα καταπολεμήσεως της σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας των βοοειδών. Στις 27 Μαρτίου 1996, κατόπιν της αναγγελίας της υπάρξεως πιθανής σχέσεως μεταξύ της ασθένειας αυτής και μιας παραλλαγής της ασθένειας Creutzfeldt-Jacob η οποία προσβάλλει τον άνθρωπο, αποφασίστηκε η πλήρης απαγόρευση της εξαγωγής πάσης φύσεως βοείων προϊόντων του Ηνωμένου Βασιλείου. Η άρση της απαγορεύσεως αυτής έγινε σταδιακά από τον Ιούνιο του 1998.

Η άρση της απαγορεύσεως των εξαγωγών αφορούσε στην αρχή το κρέας και τα προϊόντα από κρέας σφαγμένων στη Βόρεια Ιρλανδία βοοειδών που υπόκεινταν στο εξαγωγικό καθεστώς πιστοποιημένων αγελών. στη συνέχεια, μια απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 1998 καθόρισε τις προϋποθέσεις για την εξαγωγή των κρεάτων και προϊόντων από κρέας προελεύσεως Ηνωμένου Βασιλείου που υπέκειντο στο εξαγωγικό καθεστώς με χρονολογική βάση (στο εξής: ΕΚΧΒ).

Οι όροι του καθεστώτος αυτού αφορούσαν την αναγνώριση των ζώων και τη δυνατότητα ανασυστάσεως του ιστορικού τους. μπορούσαν να εξαχθούν μόνο ζώα που γεννήθηκαν μετά την 1η Αυγούστου 1996, ημερομηνία απαγορεύσεως της χρήσεως ζωικών αλεύρων, για τα οποία ζώα ήταν δυνατή η εξακρίβωση του ιστορικού και της γενεαλογίας.

Στις 23 Ιουλίου 1996, αφότου εξακρίβωσε την ορθή λειτουργία του μηχανισμού προστασίας, η Επιτροπή όρισε την 1η Αυγούστου 1999 ως ημερομηνία άρσεως της απαγορεύσεως των εξαγωγών προς τα κράτη μέλη βοείου κρέατος και παραγώγων προϊόντων προελεύσεως Ηνωμένου Βασιλείου.

Η Γαλλία, βασιζόμενη σε γνωμοδότηση της Agence française de sécurité sanitaire des aliments (γαλλικής υπηρεσίας ασφαλείας των τροφίμων), αρνήθηκε να εφαρμόσει την απόφαση αυτή και μόνον επέτρεψε τη διαμετακόμιση βρετανικού βοείου κρέατος μέσω του εδάφους της.

Η Επιτροπή άσκησε στις 4 Ιανουαρίου 2000 ενώπιον του Δικαστηρίου των ΕΚ προσφυγή με αντικείμενο να διαπιστωθεί ότι η Γαλλική Κυβέρνηση, αρνούμενη να επιτρέψει την εμπορία στη Γαλλία από την 1η Αυγούστου 1999 βρετανικού βοείου κρέατος σύμφωνου με τις κοινοτικές απαιτήσεις, παρέβη τις κοινοτικές υποχρεώσεις της.

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η απορρέουσα από κοινοτικές αποφάσεις ημερομηνία επαναλήψεως των εξαγωγών ήταν υποχρεωτική για τα κράτη μέλη, οπότε αυτά δεν μπορούν να καλυφθούν πίσω από αμφιβολίες ή προβλήματα ερμηνείας για να τους επιτραπεί να μην εφαρμόσουν τις αποφάσεις αυτές. Προσθέτει ότι, εφόσον για τα σχετικά προϊόντα υφίσταται κοινοτική εναρμόνιση η οποία αποτελεί ένα συνεκτικό και περιεκτικό σύστημα για την εξασφάλιση της προστασίας της υγείας των ανθρώπων και των ζώων, η απαγόρευση των εισαγωγών δεν μπορεί να δικαιολογηθεί.

Η Γαλλική Κυβέρνηση θεωρεί ιδίως ότι η αναξιοπιστία του ΕΚΧΒ και η έλλειψη κοινοτικής εναρμονίσεως όσον αφορά το ετικετάρισμα και τη δυνατότητα εξακρίβωσης, στο έδαφος των κρατών μελών, του ιστορικού του βοείου κρέατος και των παραγώγων προϊόντων βρετανικής καταγωγής, σε συνδυασμό με μη ικανοποιητικά προγράμματα ανιχνευτικών τεστ, δεν της παρείχαν τη δυνατότητα να άρει την απαγόρευση εισαγωγών.

Η κατά τα πιο πάνω αμφισβήτηση της αποτελεσματικότητας του ΕΚΧΒ σημαίνει ότι αμφισβητείται η νομιμότητα των κοινοτικών αποφάσεων που καθιέρωσαν το καθεστώς αυτό. Όμως, στη Γαλλική Κυβέρνηση δεν άσκησε έγκαιρα τα κατάλληλα μέσα δικαστικής προστασίας για να επιτύχει τον έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων των κοινοτικών οργάνων (είτε της αρχικής αποφάσεως περί του ΕΚΧΒ είτε της αποφάσεως της 23ης Ιουλίου 1999 να αρθεί η απαγόρευση των εξαγωγών). Ο έλεγχος αυτός πλέον δεν είναι παραδεκτό στο πλαίσιο διαδικασίας για τη διαπίστωση παραβάσεως αυτού του κράτους μέλους.

Όσον αφορά τη δυνατότητα εξακρίβωσης του ιστορικού των προϊόντων, δυνατότητα η οποία είναι ουσιώδης όρος του ΕΚΧΒ αλλά, κατά τη Γαλλία, δεν υφίσταται πέρα από το βρετανικό εργοτάξιο τεμαχισμού, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι η δυνατότητα εξακρίβωσης του ιστορικού είναι απαραίτητη μέχρι το σημείο πωλήσεως, για να είναι δυνατή η ανάκληση της παρτίδας που περιέχει ζώο που δεν πληροί τους όρους του ΕΚΧΒ.

Όμως, διαπιστώνει το Δικαστήριο, όταν ελήφθη η απόφαση της Επιτροπής της 23ης Ιουλίου 1999 σχετικά με την άρση της απαγορεύσεως των εξαγωγών, η δυνατότητα αυτή δεν ήταν εξασφαλισμένη, ιδίως δε για τα προϊόντα ΕΚΧΒ που τεμαχίζονταν, μεταποιούνταν ή ανασυσκευάζονταν.

Στις 24 Νοεμβρίου 1999 υπεγράφη ένα μνημόνιο συμφωνίας μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας και της Επιτροπής. Προέβλεπε ότι τα προϊόντα που εκφορτώνονται απ' ευθείας στη Γαλλία μπορούν να υποβληθούν σε ειδική αναγνώριση. Τα άλλα κράτη μέλη θα πρέπει να λάβουν δεσμευτικά μέτρα για να εξασφαλίσουν τη σήμανση και το ετικετάρισμα όλων των κρεάτων ή παραγώγων προϊόντων που αποστέλλονται από το Ηνωμένο Βασίλειο και τη διατήρηση της σημάνσεως αυτής μετά τον τεμαχισμό, τη μεταποίηση ή την ανασυσκευασία στο έδαφός τους. Η βελτίωση του συστήματος εξακρίβωσης του ιστορικού των προϊόντων στηριζόταν στην αμοιβαία αρωγή των κρατών μελών, μερικά όμως από αυτά είχαν δηλώσει σαφώς ότι αποκλείουν τη χωριστή σήμανση για το βρετανικό κρέας.

Η στο πλαίσιο του ΕΚΧΒ κοινοτική ρύθμιση σχετικά με τη δυνατότητα εξακρίβωσης του ιστορικού όντως δεν ήταν δεσμευτική. Εξ άλλου, οι άλλοι κοινοτικοί κανονισμοί προέβλεπαν μόνο δυνατότητα των κρατών μελών να επιβάλουν ένα σύστημα ετικεταρίσματος του βρετανικού κρέατος. Μόλις στις 17 Ιουλίου 2000 καθιερώθηκε ένα πλήρες και υποχρεωτικό σύστημα εξακρίβωσης του ιστορικού και ετικεταρίσματος για τα ζώα που σφάζονται από την 1η Σεπτεμβρίου 2000.

Επομένως, κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο η Επιτροπή έλαβε την απόφαση άρσεως της απαγορεύσεως των εξαγωγών, δηλαδή στις 23 Ιουλίου 1999, στα κράτη μέλη δεν προχώρησαν στη θέσπιση των αναγκαίων διατάξεων για τη σήμανση των προϊόντων και την ανασύσταση του ιστορικού τους.

Το Δικαστήριο εκτιμά στο σημείο αυτό ότι τα επιχειρήματα της Γαλλίας είναι λυσιτελή στο μέτρο που αφορούν τα υποκείμενα στο ΕΚΧΒ βρετανικά βόεια προϊόντα που τεμαχίστηκαν, μεταποιήθηκαν ή ανασυσκευάστηκαν στο έδαφος άλλου κράτους μέλους για να εξαχθούν στη συνέχεια στη Γαλλία χωρίς να φέρουν χωριστό σήμα ώστε να μπορούν να αναγνωριστούν αν τεθεί ζήτημα ανακλήσεως της παρτίδας. Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η Γαλλία για τον λόγο αυτόν εναντιώθηκε στις εισαγωγές βοείου κρέατος ή βοείων προϊόντων προελεύσεως άλλων κρατών μελών, και στο σημείο αυτό απορρίπτει την προσφυγή.

Αντιθέτως, το Δικαστήριο συνάγει ότι η Γαλλία, αρνούμενη να επιτρέψει την εμπορία στην ημεδαπή υποκειμένων στο ΕΚΧΒ προϊόντων που ήταν με σωστό τρόπο σεσημασμένα ή ετικεταρισμένα, παρέβη τις υποχρεώσεις της. Συγκεκριμένα, οι επιταγές να είναι δυνατή η ανασύσταση του ιστορικού των προϊόντων υφίσταντο από την 1η Ιουνίου 1998, δηλαδή από τότε που οργανώθηκε το ΕΚΧΒ. Μετά το μνημόνιο συμφωνίας της 24ης Νοεμβρίου 1999, η Γαλλία ήταν πλήρως ενημερωμένη για τις υποχρεώσεις της και μπορούσε να ρυθμίσει τα της ανασυστάσεως του ιστορικού των προϊόντων που εκφορτώνονταν απ' ευθείας στο έδαφός της. Μετά την πάροδο εύλογης προθεσμίας, η Γαλλική Κυβέρνηση έπρεπε να άρει την απαγόρευση των εισαγωγών, οπότε το Δικαστήριο εκτιμά ότι παρέβη τις υποχρεώσεις της από τις 30 Δεκεμβρίου 1999, την οριακή ημερομηνία που η Επιτροπή καθόρισε για να συμμορφωθεί η Γαλλία προς τις υποχρεώσεις της.

Όμως, επισημαίνοντας, αφενός, ότι η προσφυγή της Επιτροπής γίνεται μόνον εν μέρει δεκτή και, αφετέρου, ότι ορισμένες δυσκολίες για την εφαρμογή οφείλονταν στην ύπαρξη όχι πολύ σαφούς κοινοτικής νομοθεσίας, το Δικαστήριο καταδικάζει τη Γαλλία στα δύο τρίτα των δικαστικών εξόδων και την Επιτροπή στο υπόλοιπο ένα τρίτο.

Ανεπίσημο έγγραφο για χρήση από τα μέσα μαζικής ενημερώσεως,
το οποίο δεν δεσμεύει το Δικαστήριο.

Διαθέσιμες γλώσσες: όλες

Για το πλήρες κείμενο της αποφάσεως
συμβουλευθείτε την ιστοσελίδα μας
www.curia.eu.int 
περί την 3η μ.μ. σήμερα.

Για περισσότερες πληροφορίες,
επικοινωνήστε με την κ. Estella Cigna
τηλ: (352) 43 03 2582 fax: (352) 43 03 2674

Εικόνες από τη συνεδρίαση του Δικαστηρίου
είναι διαθέσιμες στο "Europe by Satellite"
Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ΓΔ Χ, Υπηρεσία οπτικοακουστικών μέσων,
L - 2920 Λουξεμβούργο,
τηλ: (352) 4301 35177, fax: (352) 4301 35249
ή Β - 1049 Βρυξέλλες,
τηλ: (32) 2 2965956, fax: (32) 2 2301280