Τμήμα Τύπου και Πληροφοριών

ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΥΠΟΥ αριθ. 12/2001

29 ΜΑΡΤΙΟΥ 2001

ΕΚΘΕΣΗ ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΩΝ 2000 ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ


Όπως κάθε χρόνο, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δημοσιεύει την έκθεση πεπραγμένων του. Η έκδοση αυτή περιέχει ανασκόπηση του δικαστικού έτους και συνοψίζει τις δραστηριότητες του οργάνου με τη μορφή στατιστικών.

Το παρόν ανακοινωθέν τύπου δεν περιέχει επισκόπηση της νομολογίας του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου. Τονίζεται, ωστόσο, ότι, όπως και στο παρελθόν, οι αποφάσεις που εκδόθηκαν αφορούσαν ποικίλους τομείς. Το Δικαστήριο εξέδωσε πολυάριθμες αποφάσεις που άπτονταν θεμάτων καλής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, ίσης μεταχειρίσεως στον εργασιακό χώρο, καθώς και ευθύνης των κρατών μελών όσον αφορά την ορθή εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου. Η νομολογία εμπλουτίστηκε επίσης με αποφάσεις του Πρωτοδικείου, μεταξύ άλλων στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού τόσον όσον αφορά τις επιχειρήσεις όσο και όσον αφορά τα κράτη.

Το 2000 σημειώθηκαν σημαντικά γεγονότα για το όργανο, μεταξύ των οποίων η ανανέωση της συνθέσεως του Δικαστηρίου, οι τροποποιήσεις των κανονισμών διαδικασίας του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου και οι μεταβολές που επέφερε στο κοινοτικό δικαιοδοτικό σύστημα η Συνθήκη της Νίκαιας.

Η ανανέωση

Το 2000 χαρακτηρίστηκε από τη σημαντική ανανέωση των μελών του Δικαστηρίου, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 7 Οκτωβρίου. Ανανεώθηκε η θητεία πέντε δικαστών (των κ.κ. LA PERGOLA, EDWARD, PUISSOCHET, και JANN και της κας COLNERIC) ενώ το Δικαστήριο υποδέχθηκε τρεις νέους δικαστές (τους κ.κ. VON BAHR, CUNHA RODRIGUES και TIMMERMANS). Η θητεία του γενικού εισαγγελέα LEGER ανανεώθηκε και διορίστηκαν τρεις νέοι γενικοί εισαγγελείς (οι κ.κ. TIZZANO και GEELHOED και η κα STIX-HACKL).

Εξάλλου, οι δικαστές επανεξέλεξαν για τρίτη θητεία τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου κ. Gil Carlos RODRÍGUEZ IGLESIAS.

Η δραστηριότητα σε αριθμούς

Η δικαιοδοτική δραστηριότητα του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων υπήρξε έντονη: το Δικαστήριο και το Πρωτοδικείου περάτωσαν 870 υποθέσεις. 526 υποθέσεις περατώθηκαν από το Δικαστήριο (ήτοι αύξηση 33,16 % σε σχέση με το 1999) ενώ πρωτοκολλήθηκαν 503 νέες υποθέσεις, σύμφωνα με τον μέσο όρο των τελευταίων ετών, στη διάρκεια των οποίων ο αριθμός των υποθέσεων αυξάνεται σταθερά. Παρατηρείται μια ελαφρά μείωση του αριθμού των εκκρεμών υποθέσεων, από 896 σε 873, ήτοι μείωση της τάξεως του 2,57 %. Η διάρκεια των διαδικασιών παρέμεινε σε γενικές γραμμές αμετάβλητη: κατά μέσον όρο 21 μήνες για τις προδικαστικές παραπομπές (ερωτήματα που υποβάλλονται από τα εθνικά δικαστήρια), 24 μήνες για τις ευθείες προσφυγές και 19 μήνες για τις αναιρετικές διαδικασίες.

Όσον αφορά το Πρωτοδικείο, 344 υποθέσεις περατώθηκαν και εισήχθησαν 398 νέες υποθέσεις. Η μέση διάρκεια των διαδικασιών παραμένει 27 μήνες, ενώ μειώθηκε σε 15 μήνες για τις υπαλληλικές υποθέσεις.

Τα μέσα: νέες θέσεις νομικών μεταφραστών

Η ανάγκη μειώσεως του χρόνου εκδικάσεως των υποθέσεων και αντιμετωπίσεως της αυξήσεως του φόρτου εργασίας την οποία το όργανο δεν μπορεί να επηρεάσει, απαίτησε ιδιαίτερη προσπάθεια σε επίπεδο προϋπολογισμού. Μέτρα που θα αποσκοπούσαν στη βελτίωση του τρόπου διεξαγωγής των δικών θα είχαν περιορισμένα αποτελέσματα αν το Δικαστήριο δεν διέθετε τους ανάλογους οικονομικούς πόρους. Τα μέσα που του χορηγήθηκαν με τον προϋπολογισμό του 2001 θα του επιτρέψουν, αφενός, να εξακολουθήσει να εξασφαλίζει τη μετάφραση των αποφάσεων σε όλες τις γλώσσες για την ημέρα της δημοσιεύσεώς τους και, αφετέρου, να απορροφήσει την καθυστέρηση στη μετάφραση των κειμένων, η οποία επηρεάζει αισθητά τη διάρκεια της εκδικάσεως των υποθέσεων. Με τον προϋπολογισμό του 2000 τέθηκαν στη διάθεση του οργάνου 30 θέσεις νομικών μεταφραστών, ενώ ο προϋπολογισμός του 2001 θα επιτρέψει την πρόσληψη 37 νέων νομικών μεταφραστών στις μεταφραστικές υπηρεσίες του οργάνου.

ΟΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

Έναρξη της ισχύος των νέων διατάξεων όσον αφορά τη διαδικασία

Αποβλέποντας πάντοτε στον ίδιο στόχο, που συνίσταται στην καλή απονομή της δικαιοσύνης στον συντομότερο δυνατό χρόνο, το Δικαστήριο και το Πρωτοδικείο πρότειναν στο Συμβούλιο τροποποιήσεις των κανονισμών διαδικασίας τους, προκειμένου να εισαγάγουν νέους μηχανισμούς όπως η ταχεία ή η απλουστευμένη εκδίκαση των υποθέσεων. Οι τροποποιήσεις αυτές τέθηκαν σε ισχύ την 1η Ιουλίου 2000 (JO L 122, σ. 43) και την 1η Φεβρουαρίου 2001 (JO L 322, σ. 1 και 4).

Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου

Όσον αφορά τις προδικαστικές παραπομπές, επισημαίνονται οι εξής καινοτομίες:

-     Η απλουστευμένη διαδικασία (άρθρο 104, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας), επιτρέπει στο Δικαστήριο να αποφαίνεται με αιτιολογημένη διάταξη όταν το προδικαστικό ερώτημα είναι ταυτόσημο με ερώτημα επί του οποίου έχει ήδη αποφανθεί το Δικαστήριο, όταν η απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα μπορεί να συναχθεί σαφώς από τη νομολογία ή όταν δεν μπορεί να υπάρχει εύλογη αμφιβολία για την απάντηση στο ερώτημα. Το Δικαστήριο δεν άργησε να κάνει χρήση της νέας αυτής δυνατότητας, η οποία επιτρέπει, στις προμνησθείσες περιπτώσεις, τον σημαντικό περιορισμό της διάρκειας της διαδικασίας (διάταξη της 19ης Σεπτεμβρίου 2000 στην υπόθεση C-89/00, μη δημοσιευθείσα).

-     Το νέο κείμενο του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει επίσης ότι ο εισηγητής δικαστής και/ή ο γενικός εισαγγελέας μπορούν να ζητήσουν από τους διαδίκους οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά, καθώς και όλα τα έγγραφα ή τα στοιχεία που κρίνουν ότι είναι σχετικά (άρθρο 54α του Κανονισμού Διαδικασίας). Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να ζητήσει διευκρινίσεις από το εθνικό δικαστήριο που έχει υποβάλει προδικαστικό ερώτημα (άρθρο 104, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας).

-     Κατόπιν αιτήσεως του εθνικού δικαστηρίου, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου μπορεί κατ' εξαίρεση να αποφασίσει την εφαρμογή, επί της προδικαστικής παραπομπής, ταχείας διαδικασίας, όταν οι περιστάσεις που επικαλείται το εθνικό δικαστήριο αποδεικνύουν ότι η έκδοση αποφάσεως επί του υποβληθέντος προδικαστικού ερωτήματος είναι εξαιρετικά επείγουσα (άρθρο 104α του Κανονισμού Διαδικασίας).

-     Τέλος, όσον αφορά τόσο τις προδικαστικές υποθέσεις όσο και τις ευθείες προσφυγές, το Δικαστήριο μπορεί στο εξής να δώσει πρακτικές οδηγίες στους διαδίκους όσον αφορά, μεταξύ άλλων, την προετοιμασία και τη διεξαγωγή των ενώπιόν του συζητήσεων, καθώς και την κατάθεση των υπομνημάτων και γραπτών παρατηρήσεων (άρθρο 125α του Κανονισμού Διαδικασίας), καθώς και να αποφασίσει να μη διεξαχθεί επ' ακροατηρίου συζήτηση αν κανένας από τους ενδιαφερομένους δεν υποβάλει αίτημα που να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους επιθυμεί να ακουσθεί (άρθρα 44α και 104, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας).

Όσον αφορά τις ευθείες προσφυγές, καθιερώνεται μια ταχεία διαδικασία,, στο πλαίσιο της οποίας η έγγραφη διαδικασία περιορίζεται σε μία μόνον ανταλλαγή υπομνημάτων μεταξύ των διαδίκων, ενώ η προφορική διαδικασία καθίσταται υποχρεωτική και αποκτά καθοριστική σημασία. Το Δικαστήριο έχει επίσης τη δυνατότητα να μειώνει την προθεσμία παρεμβάσεως,, η οποία συνδέεται με την κίνηση ταχείας διαδικασίας (νέο άρθρο 62α του Κανονισμού Διαδικασίας).

Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου

Οι νέες διατάξεις θα επιτρέπουν στο εξής στο Πρωτοδικείο να αποφαίνεται επί ορισμένων υποθέσεων με απλουστευμένη διαδικασία (άρθρο 47 του Κανονισμού Διαδικασίας). Έτσι, όταν ο φάκελος είναι αρκούντως πλήρης ώστε να δίνει τη δυνατότητα στους διαδίκους να αναπτύξουν τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματά τους κατά την προφορική διαδικασία, το Πρωτοδικείο μπορεί να αποφασίσει ότι δεν θα υπάρξει δεύτερη ανταλλαγή υπομνημάτων.

Οι διατάξεις αυτές θα επιτρέπουν επίσης στο Πρωτοδικείο να αποφαίνεται, ενόψει του ιδιαιτέρως επείγοντος και των περιστάσεων, με ταχεία διαδικασία (άρθρο 76α του Κανονισμού Διαδικασίας). Η αίτηση για την εκδίκαση της υποθέσεως με ταχεία διαδικασία υποβάλλεται με χωριστό δικόγραφο κατά την κατάθεση του δικογράφου της προσφυγής ή του υπομνήματος αντικρούσεως. Το Πρωτοδικείο αποφασίζει κατά περίπτωση.

Η προθεσμία και ο τρόπος παρεμβάσεως των τρίτων μεταβάλλονται αναλόγως (άρθρα 115, παράγραφος 1, και 116, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας).

Τέλος, και στα δύο δικαιοδοτικά όργανα επιτρέπεται πλέον η διαβίβαση των εγγράφων με τηλεομοιοτυπία ή κάθε άλλο τεχνικό μέσο επικοινωνίας.

Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ

Για το Δικαστήριο, όπως και για τα άλλα όργανα, το 2000 ήταν το έτος της πραγματοποιήσεως της διακυβερνητικής διασκέψεως για τη θεσμική μεταρρύθμιση της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ενόψει της διευρύνσεώς της. Η διάσκεψη αυτή περατώθηκε τον Δεκέμβριο του 2000 στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Νίκαιας, υιοθέτησε δε, όσον αφορά το Δικαστήριο και το Πρωτοδικείο, μια σειρά μεταρρυθμίσεων που ανταποκρίνονται σε μεγάλο βαθμό στον προβληματισμό που είχε ήδη εκφράσει το ίδιο το Δικαστήριο και,

ειδικότερα, στις προτάσεις που περιέχονται στο έγγραφο προβληματισμού με τίτλο «Το μέλλον του δικαιοδοτικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως», το οποίο παρουσιάστηκε στο Συμβούλιο των Υπουργών Δικαιοσύνης τον Μάιο του 1999.

Η Συνθήκη της Νίκαιας, που υπογράφηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2001, καθιερώνει την καταρχήν αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου (άρθρο 225 της νέας Συνθήκης) προς εκδίκαση των περισσοτέρων κατηγοριών ευθειών προσφυγών, με εξαίρεση εκείνες που θα εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου δυνάμει του Οργανισμού του ή που θα ανατίθενται σε δικαιοδοτικά τμήματα, η ίδρυση των οποίων προβλέπεται από την ίδια αυτή Συνθήκη. Πρόκειται για τις προσφυγές των άρθρων 230 (ακύρωση), 232 (παράλειψη), 235 (εξωσυμβατική ευθύνη), 236 (υπαλληλικές διαφορές) και 238 (ρήτρες διαιτησίας). Το Δικαστήριο παραμένει αρμόδιο προς εκδίκαση των προσφυγών των κρατών μελών, των οργάνων και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Η νέα Συνθήκη καθιστά επίσης δυνατή την ανάθεση στο Πρωτοδικείο αρμοδιότητας προς εκδίκαση των προδικαστικών υποθέσεων σε ειδικούς τομείς που θα καθορίζονται από τον Οργανισμό.

Εξάλλου, η ίδρυση δικαιοδοτικών τμημάτων προσαρτημένων στο Πρωτοδικείο (με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή του Δικαστηρίου) αποσκοπεί στην αποσυμφόρηση του Πρωτοδικείου. Τα τμήματα αυτά θα εκδικάζουν σε πρώτο βαθμό ορισμένες κατηγορίες προσφυγών σε ειδικούς τομείς, όπως οι κοινοτικές υπαλληλικές διαφορές.

Λόγω των εξελίξεων αυτών, θα υπάρξουν προσαρμογές και όσον αφορά τον έλεγχο που ασκεί το Δικαστήριο επί των αποφάσεων του Πρωτοδικείου. Έτσι, στη δυνατότητα ασκήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Πρωτοδικείου θα τεθούν προϋποθέσεις και περιορισμοί που θα καθορίζονται από τον Οργανισμό. Ομοίως, οι αποφάσεις τις οποίες θα εκδίδει το Πρωτοδικείο επί προδικαστικών παραπομπών ή επί εφέσεων που θα ασκούνται κατά των αποφάσεων των δικαιοδοτικών τμημάτων δεν θα μπορούν να υποβάλλονται στον έλεγχο του Δικαστηρίου παρά μόνο κατ' εξαίρεση, ήτοι σε περίπτωση σοβαρού κινδύνου για την ενότητα και τη συνοχή του κοινοτικού δικαίου. Στον πρώτο γενικό εισαγγελέα θα εναπόκειται, εφόσον το κρίνει απαραίτητο, να προτείνει έναν τέτοιο έλεγχο.

Αφετέρου, το Πρωτόκολλο περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου θα μπορεί στο μέλλον, εκτός από τον τίτλο Ι που αφορά το καθεστώς των δικαστών και των γενικών εισαγγελέων, να τροποποιείται από το Συμβούλιο με ομοφωνία, κατόπιν αιτήσεως του Δικαστηρίου και μετά από διαβούλευση με την Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ή κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής μετά από διαβούλευση με το Δικαστήριο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Ενόψει της διευρύνσεως της Ενώσεως, η νέα Συνθήκη εγκαθιδρύει για πρώτη φορά ρητώς μια σχέση μεταξύ του αριθμού των κρατών μελών και του αριθμού των δικαστών. Όσον αφορά το Δικαστήριο, ο αριθμός αυτός θα ισούται με το αριθμό των κρατών μελών και, όσον αφορά το Πρωτοδικείο, θα είναι τουλάχιστον ίσος προς τον αριθμό αυτόν, πράγμα που θα επιτρέψει, ενδεχομένως, την αύξηση του αριθμού των μελών του Πρωτοδικείου.

Όσον αφορά την εσωτερική οργάνωση και λειτουργία του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου, η Συνθήκη της Νίκαιας εισάγει διάφορες καινοτομίες, μεταξύ άλλων την εκλογή των προέδρων των πενταμελών τμημάτων για τρία έτη και τη σύσταση, εντός του Δικαστηρίου, ενός τμήματος μείζονος συνθέσεως, προεδρευομένου από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου και συγκειμένου από 11 δικαστές, μεταξύ των οποίων οι πρόεδροι των πενταμελών τμημάτων, καθώς και τη δυνατότητα του Πρωτοδικείου να συνέρχεται ως τμήμα μείζονος συνθέσεως.

Η εκδίκαση των υποθέσεων από την ολομέλεια δεν θα αποτελεί πλέον τον κανόνα αλλά την εξαίρεση, καθόσον η ολομέλεια θα συνέρχεται μόνον στις περιπτώσεις που προβλέπονται από τον Οργανισμό. Πάντως, το Δικαστήριο θα μπορεί να συνεδριάζει εν ολομελεία όταν κρίνει ότι μια συγκεκριμένη υπόθεση έχει εξαιρετική σημασία.

Εξάλλου, θα είναι δυνατή η εκδίκαση της υποθέσεως χωρίς προτάσεις του γενικού εισαγγελέα, αν το Δικαστήριο κρίνει ότι η υπόθεση δεν εγείρει νέα νομικά ζητήματα (άρθρο 20 του Πρωτοκόλλου).

Τέλος, η νέα Συνθήκη, δεχόμενη πρόταση την οποία το Δικαστήριο είχε ήδη διατυπώσει προς τη διακυβερνητική διάσκεψη που οδήγησε στη θέσπιση της Συνθήκης του Μάαστριχτ, προβλέπει ότι οι τροποποιήσεις των κανονισμών διαδικασίας του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου θα υποβάλλονται, στο εξής, προς έγκριση στο Συμβούλιο, το οποίο θα αποφασίζει όχι ομοφώνως αλλά με ειδική πλειοψηφία.

Ανεπίσημο έγγραφο προοριζόμενο για τον Τύπο, το οποίο δεν δεσμεύει το Δικαστήριο.

Διατίθεται σε όλες τις επίσημες γλώσσες.

 Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε με την κ. Estella Cigna, τηλ. (+ 352) 4303 - 2582 fax (+ 352) 4303 - 2674.