Τμήμα Τύπου και Πληροφοριών

ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΥΠΟΥ αριθ. 10/02

31 Ιανουαρίου 2002

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα A. Tizzano στις υποθέσεις C-466/98, C-467/98, C-468/98, C-469/98, C-471/98, C-472/98, C-475/98, C-476/98.

Επιτροπή ΕΚ κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Δανίας, Σουηδίας, Φινλανδίας, Βελγίου, Λουξεμβούργου, Αυστρίας και Γερμανίας.

Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ TIZZANO ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΝΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕΙ ΟΤΙ ΟΙ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ «OPEN SKY» («ΑΝΟΙΚΤΟΙ ΟΥΡΑΝΟΙ») ΑΝΤΙΚΕΙΝΤΑΙ ΠΡΟΣ ΤΟ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ, ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΟΥΣ ΝΑΥΛΟΥΣ ΤΩΝ ΑΕΡΟΜΕΤΑΦΟΡΕΩΝ ΤΩΝ ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΩΝ ΕΠΙ ΤΩΝ ΕΝΔΟΚΟΙΝΟΤΙΚΩΝ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΩΝ, ΤΑ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΚΡΑΤΗΣΕΩΣ ΘΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΗ ΡΗΤΡΑ ΠΕΡΙ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑΣΣ

To 1998, η Επιτροπή προσήψε στο Ηνωμένο Βασίλειο, στη Δανία, στη Σουηδία, στη Φινλανδία, στο Βέλγιο, στο Λουξεμβούργο, στην Αυστρία και στη Γερμανία, ασκώντας κατ' αυτών οκτώ προσφυγές αντίστοιχα, διάφορες παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου ως εκ της συνάψεως διμερών συμφωνιών σε θέματα αεροπορικών μεταφορών με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής 1. Η Επιτροπή προσήψε ειδικότερα στα καθών κράτη μέλη: α) ότι παραβίασαν τις αρχές περί κατανομής των εξωτερικών αρμοδιοτήτων μεταξύ Κοινότητας και κρατών μελών (η αιτίαση αυτή, πάντως, δεν στρέφεται κατά του Ηνωμένου Βασιλείου), β) ότι παρέβησαν τις διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ επί του δικαιώματος εγκαταστάσεως (ως εκ του ότι οι συμφωνίες εμπεριέχουν την αποκαλούμενη «ρήτρα περί ιθαγενείας», η οποία επιτρέπει στην πράξη σε κάθε συμβαλλόμενο μέρος να αρνείται τα προβλεπόμενα από τις ως άνω συμφωνίες δικαιώματα σε αερομεταφορείς που ορίζει το αντισυμβαλλόμενο κράτος αλλά που δεν ανήκουν κατά κυριότητα ή δεν ελέγχονται από υπηκόους του κράτους αυτού), και γ) σε περίπτωση κατά την οποία οι διατάξεις των ως άνω αντικειμένων προς το κοινοτικό δίκαιο συμφωνιών θεωρούνταν ως προγενέστερες της ενάρξεως ισχύος της Συνθήκης, ότι δεν έπραξαν το κατά δύναμη προκειμένου να καταστήσουν τις οικείες διατάξεις απολύτως σύμφωνες με την κοινοτική κανονιστική ρύθμιση (ούτε η αιτίαση αυτή στρέφεται κατά του Ηνωμένου Βασιλείου).

Στα πλαίσια του συστήματος της Συνθήκης ΕΚ, οι αεροπορικές μεταφορές αποτελούν αντικείμενο ειδικής ρυθμίσεως, βάσει της οποίας το Συμβούλιο διαθέτει συγκεκριμένες εξουσίες. Κατά την άσκηση των εξουσιών του, το ως άνω θεσμικό όργανο εξέδωσεειδικότερα τρεις νομοθετικές δέσμες (κατά τα έτη 1987, 1990 και 1992), με σκοπό τη διασφάλιση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και τον ελεύθερο ανταγωνισμό.

Οι σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών και των ΗΠΑ επί του θέματος θεμελιώνονται επί διμερών συμφωνιών, βάσει των οποίων οι οριζόμενοι από τα συμβαλλόμενα μέρη αερομεταφορείς εξουσιοδοτούνται να ίπτανται της επικρατείας συμβαλλομένου κράτους. Παρά τις επανειλημμένες συναφώς εκκλήσεις, το Συμβούλιο - εκτιμώντας ότι τα κράτη μέλη διατηρούν την αρμοδιότητά τους επί αεροπορικών θεμάτων στις σχέσεις τους με τρίτες χώρες - ουδέποτε έδωσε στην Επιτροπή απόλυτη εντολή διαπραγματεύσεων με τις αρχές των ΗΠΑ. Το 1996 (μετά τη σύναψη των επιδίκων συμφωνιών), δόθηκε περιορισμένη εντολή, η οποία, πάντως, δεν κατέληξε στη σύναψη συμφωνίας της Κοινότητας.

Απο το 1992 οι ΗΠΑ πρότειναν σε διάφορα κράτη μέλη της Κοινότητας την τροποποίηση των διμερών συμφωνιών επί θεμάτων αεροπορικών μεταφορών με σκοπό την προσαρμογή τους προς ένα πρότυπο ιδιαίτερα φιλελεύθερης συμφωνίας (της αποκαλούμενης συμφωνίας «open sky»). Το πρότυπο αυτό συμφωνίας χαρακτηρίζεται ειδικότερα από το δικαίωμα διασφαλίσεως της συνδέσεως οποιουδήποτε σημείου των Ηνωμένων Πολιτειών με οποιοδήποτε σημείο ευρωπαϊκής χώρας, απεριορίστων ικανοτήτων και συχνοτήτων επί όλων των δρομολογιών, ιδιαιτέρως φιλελεύθερης ρυθμίσεως επί θεμάτων ναύλων, κομίστρων και ηλεκτρονικών συστημάτων κρατήσεως θέσεων. Ουσιώδες στοιχείο της πρότυπης συμφωνίας «open sky» είναι η πλήρης τροποποίηση των δικαιωμάτων κυκλοφορίας: πέραν του δικαιώματος αερομεταφορέα να μεταφέρει επιβάτες από τη χώρα προελεύσεως σε άλλη χώρα και αντιστρόφως, η συμφωνία προβλέπει το δικαίωμα μεταφοράς επιβατών μεταξύ δύο χωρών με αερομεταφορέα τρίτης χώρας, στα πλαίσια δρομολογίου με προέλευση/προορισμό τη χώρα αυτή. Στην πράξη, παρέχεται η δυνατότητα στους αερομεταφορείς των ΗΠΑ να έχουν πρόσβαση στα κοινοτικά δρομολόγια.

Η σύναψη (κατά τα έτη 1995 και 1996) παρεμφερών συμφωνιών τροποποιήσεως σύμφωνα με το πρότυπο «open sky» αμφισβητήθηκε συγκεκριμένα από την Επιτροπή με τις εν λόγω προσφυγές (η κατάσταση διαφέρει εν μέρει, όσον αφορά το Ηνωμένο Βασίλειο, στο οποίο προσάπτεται αποκλειστικά η πρόβλεψη της «ρήτρας περί ιθαγενείας» στη Συμφωνία των Βερμούδων ΙΙ του 1977).

Ο γενικός εισαγγελέας, οι προτάσεις του οποίου δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο, αναπτύσσει σήμερα τις προτάσεις του. Οι γενικοί εισαγγελείς έχουν ως αποστολή να προτείνουν στο Δικαστήριο, με πλήρη ανεξαρτησία, νομική λύση της διαφοράς της οποίας επιλαμβάνονται.  

α)    Υπέρβαση της εξωτερικής αρμοδιότητας της Κοινότητας

Ο γενικός εισαγγελέας Tizzano υποστηρίζει ότι, ελλείψει πρόσφορης κανονιστικής βάσεως (όπως εν προκειμένω), η «ανάγκη» συνάψεως διεθνούς συμφωνίας για την επίτευξη ενός από τους στόχους της Συνθήκης μπορεί να δώσει λαβή για την αναγνώριση αποκλειστικής εξωτερικής αρμοδιότητας της Κοινότητας μόνον εφόσον η εν λόγω ανάγκη διαπιστώνεται ρητώς από τα αρμόδια κοινοτικά θεσμικά όργανα. Δεδομένου ότι το Συμβούλιο απέκλεισε την αναγκαιότητα συνάψεως, σε κοινοτικό επίπεδο, συμφωνίας του τύπου «open sky» με τις ΗΠΑ, σε αντίθεση προς όσα υποστήριξε η Επιτροπή, ο γενικός εισαγγελέας εκτιμά ότι η προβαλλόμενη αποκλειστική αρμοδιότητα της Κοινότητας να συνάψει την ως άνω συμφωνία δεν μπορεί, συνακόλουθα, να θεμελιωθεί στη φερόμενη «αναγκαιότητά» της.

Αντιστρόφως, ο γενικός εισαγγελέας υπενθυμίζει ότι, δυνάμει της νομολογίας του Δικαστηρίου, κάθε φορά που η Κοινότητα θεσπίζει κοινούς κανόνες σε συγκεκριμένο τομέα (ενδοκοινοτικώς), τα κράτη μέλη απεκδύονται της εξουσίας να συνάπτουν με τρίτα κράτη υποχρεώσεις επηρεάζουσες τους εν λόγω κανόνες. Ως εκ τούτου, επί θεμάτων διεπομένωναπό κοινούς κανόνες, τα κράτη μέλη δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να συνάπτουν διεθνείς συμφωνίες: πράγματι, οποιαδήποτε αυτοτελής πρωτοβουλία θα ήταν ασυμβίβαστη προς την ενότητα της κοινής αγοράς.

Μετά την ως άνω διευκρίνιση και κατόπιν των αναλύσεων των διαφόρων αιτιάσεων της Επιτροπής σε σχέση με τις επίδικες υποθέσεις, ο γενικός εισαγγελέας υποστηρίζει ότι οι επίμαχες συμφωνίες μπορούν να επηρεάσουν τους κοινούς κανόνες μόνον όσον αφορά τους αεροπορικούς ναύλους που εφαρμόζουν οι αερομεταφορείς των ΗΠΑ σε ενδοκοινοτικά δρομολόγια και τα ηλεκτρονικά συστήματα κρατήσεως θέσεων (CRS). Πράγματι, τα ζητήματα αυτά ρυθμίζονται με κοινοτικούς κανονισμούς (αντιστοίχως κανονισμοί 2409/92 και 2299/89) και ως εκ τούτου εμπίπτουν στην αποκλειστική εξωτερική αρμοδιότητα της Κοινότητας.

Κατόπιν αυτού, ο γενικός εισαγγελέας συνάγει ότι τα καθών κράτη μέλη (μεταξύ των οποίων δεν καταλέγεται, υπό την έποψη αυτή, το Ηνωμένο Βασίλειο) αδυνατούσαν να αναλάβουν διεθνείς δεσμεύσεις επί των ως άνω θεμάτων.

β)    Παραβάσεις σχετικές με το δικαίωμα εγκαταστάσεως

Η Επιτροπή υποστήριξε ότι οι διμερείς συμφωνίες με τις ΗΠΑ περιλαμβάνουν ρήτρα (την αποκαλούμενη «ρήτρα περί ιθαγενείας»), η οποία παρέχει σε κάθε συμβαλλόμενο τη δυνατότητα να αρνείται τα προβλεπόμενα από τις συμφωνίες δικαιώματα στους αερομεταφορείς που ορίζει άλλο συμβαλλόμενο κράτος αλλά που δεν ανήκουν στην κυριότητα ή δεν εμπίπτουν στον έλεγχο υπηκόων του κράτους αυτού.

Ο γενικός εισαγγελέας συνάγει ότι, δυνάμει της ως άνω ρήτρας, τα καθών κράτη μέλη δεν επιφυλάσσουν στις εταιρίες άλλων κρατών μελών που είναι εγκατεστημένες στο έδαφός τους την ίδια μεταχείριση με εκείνη των εθνικών εταιριών. Στην πραγματικότητα, μόνον οι εθνικές εταιρίες έχουν σε κάθε περίπτωση το δικαίωμα να λαμβάνουν από τις αρχές των ΗΠΑ την έγκριση για τις προβλεπόμενες από τις διμερείς συμφωνίες μεταφορές. Εξάλλου, η «ρήτρα περί ιθαγενίας» δεν δικαιολογείται βάσει παρεκκλίσεως εκ λόγων δημοσίας τάξεως. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τον γενικό εισαγγελέα, η ρήτρα περί ιθαγενείας αντίκειται προς τους κανόνες του δικαιώματος εγκαταστάσεως.

γ)    Διατάξεις θεσπισθείσες πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης ΕΚ

Κατά τη γνώμη του γενικού εισαγγελέα, οι διατάξεις των αντικειμένων στο κοινοτικό δίκαιο συμφωνιών δεν είναι προγενέστερες της ενάρξεως ισχύος της Συνθήκης ΕΚ και ως εκ τούτου στερούνται του επί της βάσεως αυτής αρυομένου ερείσματος. Πάντως, σε περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο κατέληγε σε διαφορετική κρίση, εκτιμά ότι τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη δεν έπραξαν ό,τι ήταν δυνατό προκειμένου να καταστήσουν τις οικείες διατάξεις απολύτως σύμφωνες με την κοινοτική κανονιστική ρύθμιση.

Πρόταση

Ο γενικός εισαγγελέας προτείνει, κατόπιν αυτού, στο Δικαστήριο:

α)    Οι χώρες Δανία, Σουηδία, Φινλανδία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Αυστρία και Γερμανία παρέβησαν τους κανόνες περί κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ Κοινότητας και κρατών μελών, περιλαμβάνοντας στις συμφωνίες «open sky» κανόνες σχετικούς με τους ναύλους που οι αερομεταφορείς των ΗΠΑ μπορούν να εφαρμόζουν επί ενδοκοινοτικών δρομολογίων και με τα ηλεκτρονικά συστήματα κρατήσεως θέσεων (CRS).

β)    Άπαντα τα καθών κράτη μέλη παραβίασαν την κοινοτική αρχή της ελευθερίας εγκαταστάσεως, διατηρώντας σε ισχύ ή περιλαμβάνοντας στις συμφωνίες «open sky» την αποκαλούμενη ρήτρα περί ιθαγενείας.

Ανεπίσημο έγγραφο για χρήση από τα μέσα μαζικής ενημερώσεως, το οποίο δεν δεσμεύει το Δικαστήριο.
Διαθέσιμες γλώσσες: όλες οι επίσημες γλώσσες

Για το πλήρες κείμενο των προτάσεων, συμβουλευθείτε την ιστοσελίδα μας στο Διαδίκτυο www.curia.eu.int  γύρω στις 15:00.

Για περισσότερες πληροφορίες, επικοινωνήστε με την Estella Cigna
τηλ. (352) 43 03 25 82
fax (352) 43 03 26 74.

 

1    Προς στήριξη όλων των ανωτέρω κρατών παρενέβησαν οι Κάτω Χώρες: κατά της εν λόγω χώρας, η Επιτροπή κίνησε διαδικασία παραβάσεως, η οποία βρίσκεται επί του παρόντος στην προ της ασκήσεως της προσφυγής φάση.