Τμήμα Τύπου και Πληροφοριών

ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΥΠΟΥ αριθ. 15/02

19 Φεβρουαρίου 2002

Απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-309/99

J.C.J. Wouters, J.W. Savelbergh, Price Waterhouse Belastingadviseurs BV κατά Algemene Raad van de Nederlandse Orde van Advocaten

Η ΟΛΛΑΝΔΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΠΟΥ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ ΤΟΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟ ΜΕΤΑΞΥ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΚΑΙ ΟΡΚΩΤΩΝ ΛΟΓΙΣΤΩΝ ΣΥΝΑΔΕΙ ΠΡΟΣ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ

Οι δεοντολογικές υποχρεώσεις του δικηγόρου, ο οποίος οφείλει να συμβουλεύει και να υπερασπίζεται τον πελάτη του με ανεξαρτησία, ενδέχεται να αντιβαίνουν προς έναν τέτοιο επαγγελματικό συνεταιρισμό.
Το Δικαστήριο θεωρεί εξάλλου ότι οι επαγγελματικοί σύλλογοι είναι ενώσεις επιχειρήσεων που υπόκεινται στο κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού.


Το εποπτικό συμβούλιο του δικηγορικού συλλόγου δεν επέτρεψε στους J. W. C. Wouters και J. W. Savelbergh, δικηγόρους εγγεγραμμένους στους δικηγορικούς συλλόγους του Άμστερνταμ και του Ρότερνταμ, να συνεταιριστούν με τα γραφεία των ορκωτών λογιστών Arthur Andersen και Price Waterhouse, αμφότερα εγκατεστημένα στις Κάτω Χώρες.

Το Συμβούλιο του δικηγορικού συλλόγου στήριξε την απόρριψη της αιτήσεως σε μια ολλανδική ρύθμιση του 1993 (Samenwerkingsverordening), περί επαγγελματικών συνεταιρισμών μεταξύ δικηγόρων και άλλων επαγγελματικών κλάδων, την οποία θέσπισε ο ίδιος ο δικηγορικός σύλλογος. Συγκεκριμένα, η ρύθμιση αυτή επιτρέπει τον επαγγελματικό συνεταιρισμό με ορισμένα επαγγέλματα υπό προϋποθέσεις (συμβολαιογράφους, φοροτεχνικούς συμβούλους και πληρεξουσίους για διπλώματα ευρεσιτεχνίας), αλλά, προς διασφάλιση της ανεξαρτησίας των δικηγόρων, δεν επιτρέπει στους δικηγόρους να συνιστούν από κοινού επαγγελματικά γραφεία με ορκωτούς λογιστές.

Οι δύο δικηγόροι και τα οικεία γραφεία ορκωτών λογιστών άσκησαν διοικητικές προσφυγές ενώπιον του δικηγορικού συλλόγου και στη συνέχεια, μετά την απόρριψή τους, άσκησαν προσφυγές ενώπιον των αρμοδίων ολλανδικών δικαστηρίων.
Το Raad van State, το οποίο επελήφθη σε τελευταίο βαθμό των διαφορών, ερωτά το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων επί του ζητήματος της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού στα ελευθέρια επαγγέλματα.

Το Δικαστήριο εκτιμά, πρώτον, ότι ο ολλανδικός δικηγορικός συλλόγος, ως όργανο επιφορτισμένο με τη ρύθμιση του επαγγέλματος, που θεσπίζει μια ρύθμιση υποχρεωτική για όλα τα μέλη του, πρέπει να θεωρηθεί ως ένωση επιχειρήσεων κατά την έννοια του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού.

Συγκεκριμένα, ο επαγγελματικός αυτός σύλλογος, αποτελούμενος αποκλειστικά από δικηγόρους και μη υποχρεούμενος από τον νόμο να λαμβάνει τις αποφάσεις του προς το γενικό συμφέρον, αποτελεί, κατά το Δικαστήριο, ένωση επιχειρήσεων οσάκις θεσπίζει ρύθμιση απαγορεύουσα τους επαγγελματικούς συνεταιρισμούς.

Η απαγόρευση ενός τέτοιου επαγγελματικού συνεταιρισμού έχει, κατά το Δικαστήριο, περιοριστικά του ανταγωνισμού αποτελέσματα στην ολλανδική αγορά των νομικών υπηρεσιών. Στερεί, εξάλλου, από τον πελάτη τη δυνατότητα παροχής «συνολικών» υπηρεσιών, δηλαδή μιας ευρείας σειράς υπηρεσιών που προτείνει ένα και το αυτό γραφείο (one-stop-shop).

Επιπλέον, η ολλανδική ρύθμιση επηρεάζει τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, κατά το μέτρο που, αφενός, έχει εφαρμογή στους δικηγόρους επισκέπτες που είναι εγγεγραμμένοι σε δικηγορικό σύλλογο άλλου κράτους μέλους και, αφετέρου, το οικονομικό και εμπορικό δίκαιο διέπει όλο και συχνότερα τις διεθνείς συναλλαγές και, τέλος, κατά το μέτρο που οι εταιρίες των ορκωτών λογιστών που αναζητούν συνεταίρους μεταξύ των δικηγόρων είναι γενικώς διεθνείς όμιλοι, εγκατεστημένοι σε αρκετά κράτη μέλη.

Ωστόσο, σύμφωνα με τις ισχύουσες στις Κάτω Χώρες αντιλήψεις, όπου ο ολλανδικός δικηγορικός συλλόγος είναι επιφορτισμένος, από τον Advocatenwet (νόμο περί δικηγόρων), με τη θέσπιση ρυθμίσεων για τη διασφάλιση της προσήκουσας ασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος, οι ουσιώδεις κανόνες που θεσπίζονται προς τούτο είναι, μεταξύ άλλων, το καθήκον της τελείως ανεξάρτητης υπερασπίσεως του πελάτη και προς το απόλυτο συμφέρον αυτού, η υποχρέωση αποφυγής κάθε κινδύνου συγκρούσεως συμφερόντων, καθώς και η υποχρέωση της αυστηρής τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου.

Συναφώς, ενδέχεται να υπάρξει κάποιας μορφής ασυμβίβαστο μεταξύ της δραστηριότητας του «συμβούλου» που ασκεί ο δικηγόρος και αυτής του «ελέγχου» που ασκεί ο ορκωτός λογιστής. Ο ορκωτός λογιστής, ο οποίος έχει ως αποστολή την πιστοποίηση των λογαριασμών, δεν δεσμεύεται, στις Κάτω Χώρες, από επαγγελματικό απόρρητο παρόμοιο με αυτό του δικηγόρου.

Υπ'αυτές τις συνθήκες, η ολλανδική ρύθμιση ευλόγως επέβαλε μέτρα δεσμευτικού χαρακτήρα, παρά τα περιοριστικά του ανταγωνισμού αποτελέσματα που απορρέουν από αυτά, διότι είναι αναγκαία για την προσήκουσα άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος.

Εξάλλου, παρότι οι επαγγελματικοί συνεταιρισμοί μεταξύ δικηγόρων και ορκωτών λογιστών επιτρέπονται σε ορισμένα κράτη μέλη, ο δικηγορικός συλλόγος ορθώς θεώρησε ότι οι επιδιωκόμενοι από τον Samenwerkingsverordening στόχοι, δεδομένου του ολλανδικού νομικού καθεστώτος στο οποίο υπόκεινται οι δικηγόροι και οι ορκωτοί λογιστές, δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν με λιγότερο περιοριστικά μέτρα.

                                        

Ανεπίσημο έγγραφο για χρήση από τα μέσα μαζικής ενημερώσεως,
το οποίο δεν δεσμεύει το Δικαστήριο.

Διαθέσιμες γλώσσες: όλες

Για το πλήρες κείμενο της αποφάσεως, συμβουλευθείτε την ιστοσελίδα μας www.curia.eu.int 
περί την 3η μ.μ. σήμερα.


Για περισσότερες πληροφορίες,επικοινωνήστε με την κ. Estella Cigna
τηλ: (352) 43 03 2582 fax: (352) 43 03 2674

Εικόνες από τη συνεδρίαση του Δικαστηρίου είναι διαθέσιμες στο "Europe by Satellite"
Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ΓΔ Χ, Υπηρεσία οπτικοακουστικών μέσων, L-2920 Λουξεμβούργο,
τηλ: (352) 4301 35177, fax: (352) 4301 35249
ή Β-1049 Βρυξέλλες,τηλ: (32) 2 2965956, fax: (32) 2 2301280.