ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΥΠΟΥ
24/02
19 Μαρτίου 2002
Απόφαση του Δικαστηρίου
στην υπόθεση C-426/98
Επιτροπή κατά
Ελληνικής Δημοκρατίας
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
ΔΙΑΠΙΣΤΩΝΕΙ ΤΗΝ
ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΟΤΙΚΩΝ
ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΠΕΡΙ
ΕΜΜΕΣΩΝ ΦΟΡΩΝ
ΕΠΙ ΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΙΚΩΝ
ΕΤΑΙΡΙΩΝ
Με το νομοθετικό
διάταγμα 4114/1960, η Ελλάδα
προέβλεψε τη χρηματοδότηση
του Ταμείου Νομικών
και του Ταμείου
Προνοίας Δικηγόρων
με την επιβολή εισφορών
επί των συγκεντρώσεων
κεφαλαίων.
Πρόκειται κυρίως
για τις επιβαρύνσεις
που επιβάλλονται:
1) κατά τη σύμπραξη
συμβολαιογράφου
κατά την κατάρτιση
της πράξεως συστάσεως
ανώνυμης εταιρίας
ή εταιρίας περιορισμένης
ευθύνης,
2) κατά την υποχρεωτική
δημοσίευση του
καταστατικού οποιασδήποτε
εμπορικής εταιρίας,
3) κατά την αύξηση
του εταιρικού κεφαλαίου
εταιρίας περιορισμένης
ευθύνης που πραγματοποιείται
εντός δώδεκα μηνών
από τη σύστασή της,
4) κατά τη δημοσίευση των αρχικών ή τροποποιημένων καταστατικών των προσωπικών εταιριών και των εταιριών περιορισμένης ευθύνης που εδρεύουν στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Αθηνών.
Κατά την Επιτροπή,
οι επιβαρύνσεις
αυτές είναι αντίθετες
με την οδηγία περί
των εμμέσων φόρων
των επιβαλλομένων
επί των συγκεντρώσεων
κεφαλαίων, διότι
συνιστούν πρόσθετους
φόρους σε σχέση
με τον φόρο εισφοράς.
Σε ορισμένες περιπτώσεις
οι επιβαρύνσεις
αυτές υπερβαίνουν
κατά 2,8 % το ανώτατο
όριο του 1 % που επιτρέπει
η οδηγία (και φθάνουν
συνολικά το 3,8 %).
Επιπλέον, οι εν
λόγω επιβαρύνσεις
δεν συνιστούν την
αντιπαροχή για
παρεχόμενη υπηρεσία,
καθόσον, αφενός,
οι δικηγόροι που
συμπράττουν στην
κατάρτιση των πληττόμενων
με τις επιβαρύνσεις
πράξεων αμείβονται
από τους πελάτες
τους και, αφετέρου,
από καμία ελληνική
νομοθετική διάταξη
δεν προκύπτει ότι
οι εν λόγω επιβαρύνσεις
έχουν οποιαδήποτε
σχέση με την αμοιβή
των δικηγόρων.
Το Δικαστήριο
υπενθυμίζει κατ'
αρχάς ότι ο χαρακτηρισμός
ενός φόρου πραγματοποιείται
σε συνάρτηση με
τα αντικειμενικά
χαρακτηριστικά
του.
Δεύτερον, τονίζει
ότι η ευρωπαϊκή
οδηγία απαγορεύει
κάθε φόρο που - ακόμη
και αν δεν πλήττει
τις εισφορές κεφαλαίου
καθεαυτές - έχει
τα ίδια χαρακτηριστικά
γνωρίσματα με τον
φόρο εισφοράς και
εισπράττεται λόγω
των διατυπώσεων
που συνδέονται
με τη νομική μορφή
της εταιρίας. Επομένως,
οι επιβαρύνσεις
αυτές, οι οποίες
επιβάλλονται στις
εταιρίες κατά τη
διεκπεραίωση των
διατυπώσεων που
αφορούν τη σύσταση
και τη νομική μορφή
τους, πλήττουν τη
συγκέντρωση των
κεφαλαίων και είναι
αντίθετες προς
τους σκοπούς της
οδηγίας.
Τέλος, το Δικαστήριο
απέκλεισε το ενδεχόμενο
να έχουν ανταποδοτικό
χαρακτήρα οι επιβαρύνσεις
που έχει θεσπίσει
η Ελλάδα (πράγμα
που θα τις καθιστούσε
νόμιμες): πράγματι,
το ύψος τους δεν
έχει καμία σχέση
με το κόστος συγκεκριμένης
υπηρεσίας και
τα σχετικά έσοδα
δεν περιέρχονται
πλήρως ή αποκλειστικώς
στο φυσικό ή νομικό
πρόσωπο που παρέχει
την υπηρεσία.
Με τη σημερινή
απόφαση το Δικαστήριο
αποφαίνεται συνεπώς
ότι η Ελληνική
Δημοκρατία, επιβάλλουσα,
πέραν του φόρου
εισφοράς, άλλες
ειδικές επιβαρύνσεις
επί του κεφαλαίου
των ανωνύμων εταιριών
και των εταιριών
περιορισμένης
ευθύνης, κατά τη
σύστασή τους, κατά
τη δημοσίευση και
την τροποποίηση
του καταστατικού
τους και κατά την
αύξηση του κεφαλαίου
τους, παρέβη τις
υποχρεώσεις που
υπέχει από την οδηγία
περί των εμμέσων
φόρων των επιβαλλομένων
επί των συγκεντρώσεων
κεφαλαίων.
Διατίθεται στα ελληνικά και στα γαλλικά. Για το πλήρες
κείμενο της αποφάσεως
συμβουλευθείτε
τη σελίδα μας
Internet www.curia.eu.int
γύρω στις 3 μ.μ. σήμερα. Για περαιτέρω
πληροφορίες επικοινωνήστε
με την κα Estella Cigna, |