Τμήμα Τύπου και Πληροφοριών

ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΥΠΟΥ ΑΡΙΘ. 49/02

4 Ιουνίου 2002

Αποφάσεις του Δικαστηρίου επί των υποθέσεων C-367/98, C-483/99 και C-503/99

Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, Επιτροπή κατά Γαλλίας. και Επιτροπή κατά Βελγίου

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΞΕΔΩΣΕ ΑΥΘΗΜΕΡΟΝ ΤΡΕΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΕΙΔΙΚΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ ("GOLDEN SHARES") ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΕΩΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ. ΔΙΑΠΙΣΤΩΝΕΤΑΙ Η ΕΛΛΕΙΨΗ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΓΑΛΛΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΚΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ, ΕΝΩ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΤΑΙ ΤΟ ΣΥΝΝΟΜΟ ΤΗΣ ΒΕΛΓΙΚΗΣ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗΣ ΡΥΘΜΙΣΕΩΣ

Οι σχετικές εθνικές κανονιστικές ρυθμίσεις παρεκκλίνουν κατ' αρχήν από την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων και, συνακόλουθα, από την ελευθερία εγκαταστάσεως και, κατά το Δικαστήριο, δικαιολογούνται μόνον εφόσον ο επιδιωκόμενος στόχος ανάγεται σε γενικό ή στρατηγικό συμφέρον και τα θεσπισθέντα μέτρα θεμελιώνονται σε ακριβή, γνωστά εκ των προτέρων και επιδεχόμενα δικαστικό έλεγχο κριτήρια, ενώ δεν μπορούν να υποκατασταθούν από άλλα, λιγότερο αυστηρά, μέτρα.

Ενόψει της σπουδαιότητας των ενδοκοινοτικών επενδύσεων, ιδίως μέσω ιδιωτικοποιήσεως, ορισμένα κράτη μέλη επιδίωξαν να ελέγξουν την κατάσταση και έλαβαν συναφώς ειδικά μέτρα. Η Επιτροπή, μεριμνούσα για την τήρηση των διατάξεων της Συνθήκης περί της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης κυκλοφορίας, υπενθύμισε, κατά το έτος 1997, με ανακοίνωση προς τα κράτη μέλη, την επί του θέματος αντίληψή της, ειδικότερα όσον αφορά τις διαδικασίες ελέγχου, όπως είναι οι εκ των προτέρων εγκρίσεις και το δικαίωμα αντιτάξεως που τα κράτη αυτά επιδιώκουν να θέσουν ή έθεσαν ήδη σε εφαρμογή.

Η Επιτροπή άσκησε, κατά τη διάρκεια των ετών 1998 και 1999, προσφυγές λόγω παραβάσεως κατά της Πορτογαλίας, της Γαλλίας και του Βελγίου, οι κανονιστικές ρυθμίσεις των οποίων σχετικά με τον περιορισμό της συμμετοχής στο πλαίσιο ιδιωτικοποιήσεως παρεμποδίζουν, κατά την άποψη της Επιτροπής, την άσκηση των ανωτέρω ουσιωδών ελευθεριών του κοινοτικού δικαίου.

-    Όσον αφορά την Πορτογαλία, βάλλονται νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις αφορώσες τις ιδιωτικοποιήσεις και περιορίζουσες τη μη εγχώρια κατ' ανώτατο όριο συμμετοχή και εγκαθιδρύουν διαδικασία εκ των προτέρων εγκρίσεως του Υπουργού Οικονομικών αφ' ης στιγμής η εκ μέρους αγοραστή μιας ιδιωτικοποιημένης εταιρίας συμμετοχή εγγίζει το όριο του 10 % του κεφαλαίου. Εμπλέκονται συναφώς ορισμένες επιχειρήσεις του τραπεζικού τομέα, των ασφαλειών, της ενεργείας και των μεταφορών.

-    Όσον αφορά τη Γαλλία, της προσάπτεται ότι, με το διάταγμα του 1993, χορηγείται στο Δημόσιο ειδική μετοχή της εταιρίας Elf-Aquitaine, δυνάμει της οποίας ο Υπουργός Οικονομίας οφείλει, αφενός, να εγκρίνει προηγουμένως οποιαδήποτε κτήση τίτλων ή δικαιωμάτων σε περίπτωση υπερβάσεως ορισμένων ορίων κατοχής κεφαλαίου και, αφετέρου, έχει τη δυνατότητανα αντιτάσσεται στη λήψη αποφάσεων μεταβιβάσεως ή παροχής ως εγγυήσεως των στοιχείων ενεργητικού. Η εν λόγω εταιρία δραστηριοποιείται στον τομέα του εφοδιασμού της Γαλλίας με πετρέλαιο.

-    Τέλος, όσον αφορά το Βέλγιο, δύο βασιλικά διατάγματα του 1994, με τα οποία χορηγείται στο Δημόσιο ειδική μετοχή της Société Nationale de Transport par Canalisations και της Distrigaz, παρέχεται στον Υπουργό Ενέργειας η ευχέρεια να παρεμποδίζει οποιαδήποτε μεταβίβαση τεχνικών εγκαταστάσεων και των ειδικών επί τούτου αποφάσεων περί διαχειρίσεως που άπτονται των στοιχείων ενεργητικού της εταιρίας και δύνανται να απειλήσουν τον εγχώριο εφοδιασμό με φυσικό αέριο.

Το Δικαστήριο υπενθυμίζει κατ' αρχάς ότι η Συνθήκη ΕΚ απαγορεύει οποιονδήποτε περιορισμό των κινήσεων κεφαλαίων μεταξύ κρατών μελών καθώς και μεταξύ αυτών και των τρίτων χωρών και ότι η οδηγία του Συμβουλίου του 1988 σχετικά με τη θέση σε εφαρμογή της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων συμβάλλει στον ορισμό των επενδύσεων υπό μορφή συμμετοχής που συνιστούν κινήσεις κεφαλαίων συμβατών με τις διατάξεις της Συνθήκης.

Υπό το πρίσμα της ως άνω αρχής το Δικαστήριο εξετάζει αν οι αντίστοιχες ειδικές μετοχές των τριών χωρών πληρούν τις ανωτέρω επιταγές, όσον αφορά:

-     την απαγόρευση επενδύσεων πέραν του συγκεκριμένου αριθμού μετοχών εκ μέρους υπηκόων κράτους μέλους (θεσπισθείσα στην Πορτογαλία)

-    την προηγούμενη έγκριση ή κοινοποίηση που προβλέπεται εφόσον συντρέχει υπέρβαση ενός ορίου συμμετοχής ή δικαιωμάτων ψήφου (θεσπισθείσα στη Γαλλία και στην Πορτογαλία)

-    ή το δικαίωμα a posteriori εναντιώσεως στις αποφάσεις περί μεταβιβάσεως (θεσπισθέν στη Γαλλία και στο Βέλγιο).

Αρχικά, το Δικαστήριο συνάγει από την ερμηνεία του ότι κανονιστικές ρυθμίσεις δυνάμενες να παρεμποδίσουν την κτήση μετοχών στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις και να αποτρέψουν τις προερχόμενες από άλλα κράτη μέλη επενδύσεις υπάρχει κίνδυνος να καθιστούν κενή περιεχομένου την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων και συνιστούν περιορισμό επί των κινήσεων κεφαλαίων.

Μπορούν να γίνουν δεκτοί οι ως άνω περιορισμοί;

Το Δικαστήριο εξετάζει κατ' αρχάς τις πορτογαλικές διατάξεις που εγκαθιδρύουν προδήλως εισάγουσα δυσμενή διάκριση μεταχείριση έναντι των επενδυτών άλλων κρατών μελών: επομένως, περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, γεγονός που το Δικαστήριο προφανώς καταδικάζει.

Ακολούθως, το Δικαστήριο εξετάζει αν οι θεμελιούμενοι - σύμφωνα με την άποψη των κρατών μελών - στην ανάγκη διατηρήσεως ελέγχου των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε τομείς γενικού ή στρατηγικού συμφέροντος περιορισμοί μπορούν να γίνουν δεκτοί. Πράγματι, η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων δεν μπορεί να υπόκειται σε περιορισμό προβλεπόμενο από εθνική κανονιστική ρύθμιση παρά μόνον εφόσον τηρούνται ορισμένες προδιαγραφές υπό τη διττή προϋπόθεση ότι η ρύθμιση δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος και είναι αναλογικοί προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, με άλλα λόγια ότι ο σκοπός αυτός δεν μπορεί να επιτευχθεί με λιγότερο περιοριστικά μέτρα και πλαισιώνεται από αντικειμενικά και γνωστά στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις κριτήρια που τους επιτρέπουν, ενδεχομένως, να αμφισβητήσουν τις αποφάσεις των κρατών μελών.

Καίτοι ο επιδιωκόμενος από τη Γαλλία στόχος (η διασφάλιση του εφοδιασμού με προϊόντα πετρελαίου σε περίπτωση κρίσεως) ανάγεται σε θεμιτό γενικό συμφέρον, εντούτοις, το Δικαστήριο εκτιμά ότι τα επίδικα μέτρα βαίνουν προδήλως πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του αναφερόμενου στόχου. Πράγματι, οι επίδικες διατάξεις αντίκεινται προς την αρχή της ασφαλείας δικαίου στον βαθμό που δεν αναφέρονται οι ειδικές και αντικειμενικές περιστάσεις υπό τις οποίες χορηγείται ή όχι προηγούμενη έγκριση ή δικαίωμα a posteriori αντιτάξεως. Το Δικαστήριο καταδικάζει επίσης την ως άνω απροσδιοριστία και την τόσο ευρεία διακριτική ευχέρεια, η οποία συνιστά σοβαρή προσβολή της θεμελιώδους αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων.

Αντιθέτως, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τόσον η αιτιολόγηση του επιδιωκόμενου από το Βέλγιο σκοπού (η διατήρηση ενός κατώτατου ορίου εφοδιασμού με αέριο σε περίπτωση πραγματικής και σοβαρής απειλής) αλλά και τα οριζόμενα για την πραγματοποίησή του μέτρα συμβιβάζονται με τις θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού δικαίου. Πράγματι, δεν απαιτείται καμία εκ των προτέρων έγκριση, ενώ η δράση των βελγικών δημοσίων αρχών στο πλαίσιο μεταβιβάσεως των εγκαταστάσεων και τυχόν παρεμβάσεως στην πολιτική διαχειρίσεως υπόκειται σε αυστηρές προθεσμίες, στα πλαίσια διαδικασίας τυπικής, επακριβούς και υποκείμενης σε αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο αιτιολογήσεως. Τέλος, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι λιγότερο περιοριστική διάταξη μπορεί να υποκαταστήσει τις ως άνω διατάξεις.

Ως προς το στηριζόμενο στην προάσπιση του οικονομικού συμφέροντος της Πορτογαλικής Δημοκρατίας επιχείρημα, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, κατά πάγια νομολογία του, λόγοι οικονομικής φύσεως, των οποίων γίνεται επίκληση προς θεμελίωση της διαδικασίας της προηγούμενης εγκρίσεως, δεν μπορούν να αποτελούν έγκυρη αιτιολόγηση για τον περιορισμό της ελευθερίας κυκλοφορίας. Κατόπιν αυτού, το Δικαστήριο διαπιστώνει την παράβαση υπό το φως των επιδίκων πορτογαλικών μέτρων.

Τέλος, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι, αφ' ης στιγμής οι επίδικες κανονιστικές ρυθμίσεις συνεπάγονται περιορισμούς στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, συνδεόμενους αρρήκτως με τα εμπόδια στην ελευθερία εγκαταστάσεως, των οποίων αποτελούν συνέπεια, δεν απαιτείται η χωριστή εξέταση των οικείων κανονιστικών ρυθμίσεων υπό το φως των κανόνων της Συνθήκης περί της ελευθερίας εγκαταστάσεως.

Όσον αφορά την υπόθεση του Βασιλείου του Βελγίου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι τα προστατευτικά μέτρα μπορούν να συνιστούν περιορισμό στην ελευθερία εγκαταστάσεως, ο περιορισμός αυτός δικαιολογείται για τους ίδιους λόγους με εκείνους που αφορούν τον περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων

Ανεπίσημο έγγραφο για χρήση από τα μέσα μαζικής ενημερώσεως,
το οποίο δεν δεσμεύει το Δικαστήριο.

Διαθέσιμες γλώσσες: όλες

Για το πλήρες κείμενο της αποφάσεως συμβουλευθείτε την ιστοσελίδα μας
www.curia.eu.int  περί την 3η μ.μ. σήμερα.

Για περισσότερες πληροφορίες, επικοινωνήστε με την κa. Estella Cigna
τηλ: (352) 43 03 2582 fax: (352) 43 03 2674