Τμήμα Τύπου και Πληροφοριών

ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΥΠΟΥ αριθ. 63/02

9 Ιουλίου 2002

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Siegbert Alber στην υπόθεση C-435/00

ΓΕΧΑ Ναυτιλιακή ΕΠΕ κ.λπ. κατά ΝΠΔΔ Λιμενικό Ταμείο Δωδεκανήσου και Ελληνικού Δημοσίου

ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΨΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ Η ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΛΙΜΕΝΙΚΩΝ ΤΕΛΩΝ ΑΝΤΙΒΑΙΝΕΙ ΣΤΟ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΕΦΟΣΟΝ ΓΙΑ ΗΜΕΡΗΣΙΕΣ ΕΚΔΡΟΜΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΡΟΔΟ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ ΚΑΤΑΒΑΛΛΟΝΤΑΙ ΠΟΛΥ ΥΨΗΛΟΤΕΡΑ ΤΕΛΗ ΑΠΟ ΤΑ ΤΕΛΗ ΠΟΥ ΙΣΧΥΟΥΝ ΣΕ ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΑ

Ο γενικός εισαγγελέας επικρίνει την έλλειψη πραγματικής σχέσεως μεταξύ των εξόδων που συνεπάγεται η χρήση των λιμενικών εγκαταστάσεων και του ύψους των τελών.


Η ελληνική ναυτιλιακή εταιρία ΓΕΧΑ Ναυτιλιακή ΕΠΕ και οι λοιπές ναυτιλιακές εταιρίες εκναύλωσαν το 1996 σε διοργανωτές ταξιδίων από άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως τρία πλοία για την πραγματοποίηση ημερήσιων εκδρομών για τουρίστες από τη Ρόδο στην Μαρμαρίς (Τουρκία). Οι πλοιοκτήτες αρνούνται να καταβάλουν λιμενικά τέλη στο Λιμενικό Ταμείο Ρόδου.

Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, τα λιμενικά τέλη που καταβάλλει κάθε επιβάτης που συμμετέχει σε περιηγητικά ταξίδια (κρουαζιέρες) μεταξύ ελληνικών λιμένων ανέρχονται σε 50 δραχμές για κάθε λιμένα που προσεγγίζει το πλοίο.
Στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο προσεγγίζει σε λιμένες μιας τρίτης χώρας τα τέλη αυτή είναι κατά πολύ υψηλότερα (στην περίπτωση της Τουρκίας 5.000 δραχμές ανά επιβάτη). (Η ιθαγένεια των επιβατών ή η σημαία του πλοίου είναι άνευ σημασίας).

Οι πλοιοκτήτες φρονούν ότι η ελληνική ρύθμιση αντιβαίνει στο κοινοτικό δίκαιο. Το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Ρόδου που επιλήφθηκε της υποθέσεως υπέβαλε εν τω μεταξύ στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με το ζήτημα αυτό προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του κοινοτικού κανονισμού του 1986 ο οποίος καθιερώνει την αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών μεταξύ των κρατών μελών και τρίτων χωρών.

Ο γενικός εισαγγελέας Siegbert Alber αναπτύσσει σήμερα τις προτάσεις του.

Η άποψη του γενικού εισαγγελέα δεν δεσμεύει το Δικαστήριο. Το έργο του γενικού εισαγγελέα είναι να προτείνει στο Δικαστήριο, με πλήρη ανεξαρτησία, νομική λύση για την υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί.  

Ο γενικός εισαγγελέας φρονεί ότι η προμνησθείσα ελληνική νομοθεσία περί λιμενικών τελών αντιβαίνει στο κοινοτικό δίκαιο.

Ο γενικός εισαγγελέας φρονεί ότι εκ των υπαρχόντων στοιχείων δεν προκύπτει η ύπαρξη δυσμενούς διακρίσεως λόγω ιθαγενείας, δεδομένου ότι τόσο οι ημεδαποί πλοιοκτήτες και επιβάτες όσο και οι επιβάτες με ιθαγένεια άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως υποχρεούνται στην καταβολή των λιμενικών τελών. Ωστόσο, τα μέχρι και εκατό φορές υψηλότερα τέλη είναι δυνατόν να αποτρέψουν τους τουρίστες από εκδρομές προς την Τουρκία και, με τον τρόπο αυτόν, να τις καταστήσουν ολιγότερο ελκυστικές από παρεμφερείς εκδρομές εντός της ημεδαπής. Κατά συνέπεια, η επιβολή λιμενικών τελών για την προσέγγιση σε λιμένες τρίτης χώρας τα οποία είναι υψηλότερα από αυτά που ισχύουν για περιηγητικά ταξίδια αποκλειστικά εντός της ημεδαπής συνιστά περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

Στη συνέχεια, ο γενικός εισαγγελέας εξετάζει αν ο περιορισμός αυτός δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος. Συναφώς, ο γενικός εισαγγελέας φρονεί ότι είναι προς το συμφέρον του συνόλου και των ίδιων των επιβατών να παρέχονται στο πλαίσιο της χρησιμοποιήσεως ενός λιμένα οι αναγκαίες προς τούτο υπηρεσίες. Κατ' αρχήν, είναι δυνατόν τα έξοδα των υπηρεσιών αυτών να επιβαρύνουν και το ταξιδιωτικό κοινό.

Ωστόσο, από την αρχή της αναλογικότητας προκύπτει ότι θα πρέπει να υφίσταται πραγματική σχέση μεταξύ των εξόδων των υπηρεσιών που παρέχονται στο ταξιδιωτικό κοινό και του ύψους των τελών. Ο γενικός εισαγγελέας φρονεί ότι εν προκειμένω δεν μπορεί να διαπιστωθεί η ύπαρξη μιας τέτοιας αντιστοιχίας.

Το ελληνικό δικαστήριο διευκρινίζει ότι τα τέλη επιβάλλονται προς εξισορρόπηση των οικονομικών βαρών τα οποία συνεπάγεται ο εκσυγχρονισμός των λιμενικών εγκαταστάσεων καθώς και για τη χρήση του λιμένα και, εν γένει, για τη βελτίωση των υπηρεσιών που παρέχονται στο ταξιδιωτικό κοινό. Περαιτέρω, 30 % των εσόδων από τα τέλη αυτά αποδίδεται στο Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο. Ο γενικός εισαγγελέας έχει ήδη επιφυλάξεις για το κατά πόσον τα έξοδα αυτά συνδέονται με οποιονδήποτε τρόπο με τις λιμενικές υπηρεσίες που παρέχονται στο ταξιδιωτικό κοινό. Ειδικότερα, δεν είναι δυνατόν το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο να χρηματοδοτείται με τέλη τα οποία υποχρεούται να καταβάλλει το ταξιδιωτικό κοινό για τις λιμενικές υπηρεσίες. Προ παντός δεν είναι δυνατό να διαπιστωθεί αν τα δρομολόγια προς τρίτες χώρες δημιουργούν σημαντικά υψηλότερες δαπάνες (π.χ. για ελέγχους και για μέτρα ασφαλείας) ώστε να δικαιολογείται μια τόσο μεγάλη διαφορά στο ύψος των τελών που επιβάλλονται σε σχέση με τα τέλη που ισχύουν σε περιηγητικά ταξίδια (κρουαζιέρες) εντός της ημεδαπής.

Τέλος, το κριτήριο της αποστάσεως του λιμένα προορισμού ή της γεωγραφικής θέσεώς του δεν μπορεί να δικαιολογήσει, αυτό και μόνον, την επιβολή λιμενικών τελών διαφορετικού ύψους.

Σημείωση: Στη συνέχεια, οι δικαστές του Δικαστηρίου των ΕΚ θα διασκεφθούν επί της υποθέσεως. Θα ακολουθήσει η έκδοση της αποφάσεως.

Ανεπίσημο έγγραφο προοριζόμενο για τα μέσα μαζικής ενημερώσεως, το οποίο δεν δεσμεύει το Δικαστήριο.
Διαθέσιμο στα ελληνικά και γερμανικά

Για το πλήρες κείμενο των προτάσεων συμβουλευθείτε από τις 15.00 περίπου τη σελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο www.curia.eu.int .
Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε με την κα Estella Cigna
τηλ. (0 03 52) 43 03 -25 82, Fax (0 03 52) 43 03-26 74
.