ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΥΠΟΥ
αριθ. 67/02
25 Ιουλίου 2002
Απόφαση του Δικαστηρίου
στην υπόθεση C-50/00
P
Unión de Pequeños Agricultores
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
ΕΜΜΕΝΕΙ ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΤΟΥ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ
ΤΙΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ
ΠΡΟΣΒΑΣΕΩΣ ΤΩΝ
ΙΔΙΩΤΩΝ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
Ένα φυσικό ή νομικό
πρόσωπο δεν μπορεί
να ασκήσει προσφυγή
ακυρώσεως κατά
κανονισμού παρά
μόνον αν οι διατάξεις
του κανονισμού
αυτού το αφορούν
άμεσα και ατομικά.
Η καθιέρωση διαφορετικού
συστήματος προϋποθέτει
την αναθεώρηση
της Συνθήκης.
Το Δικαστήριο
διευκρινίζει ότι
το ζήτημα που τίθεται
στο πλαίσιο της
αιτήσεως αναιρέσεως
είναι το κατά πόσον
ένας ιδιώτης τον
οποίο οι διατάξεις
ενός κανονισμού
δεν αφορούν ατομικά
μπορεί να ασκήσει
προσφυγή ακυρώσεως
για τον λόγο και
μόνον ότι αυτό απαιτεί
το δικαίωμα προς
παροχή αποτελεσματικής
δικαστικής προστασίας,
λαμβανομένης υπόψη
της προβαλλομένης
ελλείψεως οποιουδήποτε
αποτελεσματικού
ένδικου βοηθήματος
ενώπιον των εθνικών
δικαστηρίων.
Σύμφωνα με τη Συνθήκη
ΕΚ, «κάθε φυσικό
ή νομικό πρόσωπο
δύναται [...] να ασκεί
προσφυγή κατά των
αποφάσεων που απευθύνονται
σ' αυτό, καθώς και
κατά αποφάσεων
που, αν και εκδίδονται
ως κανονισμοί ή
αποφάσεις που απευθύνονται
σε άλλο πρόσωπο,
το αφορούν άμεσα
και ατομικά». Κατά
πάγια νομολογία,
ένας ιδιώτης μπορεί
συνεπώς να προσβάλει
μια πράξη κανονιστικού
χαρακτήρα μόνον
αν η πράξη αυτή
τον θίγει λόγω ορισμένων
ξεχωριστών ιδιοτήτων
του ή μιας πραγματικής
καταστάσεως που
τον χαρακτηρίζει
σε σχέση με κάθε
άλλο πρόσωπο.
Εφόσον δεν πληρούται
η προϋπόθεση αυτή,
κανένα φυσικό ή
νομικό πρόσωπο
δεν μπορεί να ασκήσει
παραδεκτώς προσφυγή
ακυρώσεως κατά
κανονισμού.
Το Δικαστήριο
υπενθυμίζει, ωστόσο,
ότι η Ευρωπαϊκή
Κοινότητα είναι
μια κοινότητα δικαίου,
οι δε πράξεις των
θεσμικών οργάνων
της υπόκεινται
σε έλεγχο για το
αν είναι σύμφωνες
με τη Συνθήκη και
τις γενικές αρχές
του δικαίου στις
οποίες περιλαμβάνονται
και τα θεμελιώδη
δικαιώματα. Κατά
συνέπεια, οι ιδιώτες
πρέπει να έχουν
τη δυνατότητα να
τύχουν αποτελεσματικής
δικαστικής προστασίας
των δικαιωμάτων
που αντλούν από
την κοινοτική έννομη
τάξη, δεδομένου
ότι η προστασία
αυτή αποτελεί μέρος
των γενικών αρχών
του δικαίου που
απορρέουν από τις
κοινές συνταγματικές
παραδόσεις των
κρατών μελών.
Η Συνθήκη καθιέρωσε
ένα πλήρες σύστημα
ένδικων βοηθημάτων
και διαδικασιών
για τον έλεγχοτης
νομιμότητας των
πράξεων των κοινοτικών
οργάνων, της οποίας
εγγυητής είναι
ο κοινοτικός δικαστής.
Στο πλαίσιο του
συστήματος αυτού,
τα φυσικά ή νομικά
πρόσωπα που δεν
έχουν τη δυνατότητα,
λόγω των προϋποθέσεων
αυτών, να προσβάλλουν
απευθείας τις κοινοτικές
πράξεις κανονιστικού
χαρακτήρα, μπορούν
να προβάλλουν την
ακυρότητα των πράξεων
αυτών:
.
είτε ενώπιον
του κοινοτικού
δικαστή μέσω παρεμπίπτουσας
προσφυγής βάλλουσας
κατά του κοινοτικού
μέτρου που ελήφθη
κατ' εφαρμογήν της
επίμαχης πράξεως,
.
είτε ενώπιον
των εθνικών δικαστηρίων
τα οποία, δεδομένου
ότι δεν είναι αρμόδια
να αναγνωρίζουν
την ακυρότητα των
εν λόγω πράξεων,
υποβάλλουν προς
τούτο προδικαστικό
ερώτημα στο Δικαστήριο.
Όσον αφορά την τελευταία
αυτή περίπτωση,
στα κράτη μέλη εναπόκειται
να προβλέψουν ένα
σύστημα ένδικων
βοηθημάτων και
διαδικασιών προκειμένου
να εξασφαλίσουν
τον σεβασμό του
δικαιώματος για
παροχή αποτελεσματικής
δικαστικής προστασίας.
Σύμφωνα με την αρχή
της ειλικρινούς
συνεργασίας που
καθιερώνει η Συνθήκη,
τα εθνικά δικαστήρια
υποχρεούνται να
ερμηνεύουν τους
εσωτερικούς δικονομικούς
κανόνες κατά τρόπον
ώστε να παρέχεται
η δυνατότητα στα
φυσικά ή νομικά
πρόσωπα να αμφισβητούν
ενώπιον των δικαστηρίων
τη νομιμότητα εθνικού
μέτρου ληφθέντος
κατ' εφαρμογήν κανονισμού
και, ως εκ τούτου,
να αμφισβητούν
το κύρος του κανονισμού
αυτού.
Το Δικαστήριο
δεν θεωρεί παραδεκτή
την άσκηση ευθείας
προσφυγής ακυρώσεως
ενώπιον του κοινοτικού
δικαστή σε περίπτωση
που αποδεικνύεται
ότι οι εσωτερικοί
δικονομικοί κανόνες
δεν επιτρέπουν
στους ιδιώτες να
ασκήσουν ένδικο
βοήθημα με το οποίο
θα είχαν τη δυνατότητα
να αμφισβητήσουν
το κύρος της αμβισβητουμένης
κοινοτικής πράξεως,
καθόσον αυτό θα
απαιτούσε από τον
κοινοτικό δικαστή
να ερμηνεύει το
εθνικό δικονομικό
δίκαιο. Εξάλλου,
αν η ερμηνεία της
εννοίας της « πράξεως
που αφορά ατομικά
τον ιδιώτη» επιβάλλει,
για λόγους αποτελεσματικής
δικαστικής προστασίας,
να λαμβάνονται
υπόψη οι διάφορες
περιστάσεις που
είναι δυνατόν να
εξατομικεύουν
τον προσφεύγοντα,
δεν μπορεί να καταλήξει
στο να μη λαμβάνεται
υπόψη η προϋπόθεση
αυτή, την οποία
ρητώς προβλέπει
η Συνθήκη.
Στην περίπτωση
αυτή, θα υπήρχε
υπέρβαση των αρμοδιοτήτων
που αναγνωρίζονται
στον κοινοτικό
δικαστή.
Μόνον τα κράτη
μέλη έχουν τη δυνατότητα,
σύμφωνα με τη διαδικασία
αναθεωρήσεως της
Συνθήκης, να αναμορφώσουν
το σύστημα ελέγχου
της νομιμότητας
των κοινοτικών
πράξεων κανονιστικού
χαρακτήρα.
Διατίθεται σε όλες τις επίσημες γλώσσες. Για το πλήρες κείμενο της αποφάσεως, συμβουλευθείτε τη σελίδα Internet του Δικαστηρίου www.curia.eu.int μετά τις 15.00.. Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε με την κ. Estella Cigna τηλ. (00 352) 4303 - 2582 fax (00 352) 4303 - 2674. Στιγμιότυπα
από την επίσημη
συνεδρίαση διατίθενται
στο γραφείο "Europe
by Satellite" |