Τμήμα Τύπου και Πληροφοριών

ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΥΠΟΥ ΑΡΙΘ. 89/02

5 Νοεμβρίου 2002

Αποφάσεις του Δικαστηρίου στις υποθέσεις C-466/98, C-467/98, C-468/98, C-469/98, C-471/98, C-472/98, C-475/98 και C-476/98

Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Δανίας, Σουηδίας, Φιλανδίας, Βελγίου, Λουξεμβούργου, Αυστρίας, Γερμανίας

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΑΣΑΦΗΝΙΖΕΙ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΑΥΤΕΣ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΑΨΗ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΥΜΦΩΝΙΩΝ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΩΝ ΕΝΑΕΡΙΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ

Εμπίπτουν στην αποκλειστική εξωτερική αρμοδιότητα της Κοινότητας ορισμένα ζητήματα σχετικά με τον καθορισμό των ναύλων και κομίστρων στις γραμμές ενδοκοινοτικών δρομολογίων που ισχύουν για τους μη κοινοτικούς μεταφορείς, καθώς επίσης και οι δεσμεύσεις ως προς τα ηλεκτρονικά συστήματα κρατήσεως θέσεων.
Οι συμφωνίες “ελεύθερης αεροπλοΐας” που συνήψαν ορισμένα κράτη μέλη με τις Ηνωμένες Πολιτείες αντιβαίνουν στο κοινοτικό δίκαιο, όσον αφορά τα ανωτέρω σημεία.

Επιπλεόν, η ρήτρα περί της ιδιοκτησίας και του ελέγχου των αεροπορικών εταιριών συνιστά διάκριση ασυμβίβαστη με το κοινοτικό δίκαιο.

Η Συνθήκη ΕΚ περιλαμβάνει ειδικές διατάξεις για τις μεταφορές, με τις οποίες απονέμονται στο Συμβούλιο ειδικές εξουσίες, βάσει των οποίων το Συμβούλιο θέσπισε τρία κανονιστικά “πακέτα” (το 1987, το 1990 και το 1992), σκοπός των οποίων ήταν να διασφαλιστούν η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στις κοινοτικές εναέριες μεταφορές και ο ελεύθερος ανταγωνισμός εντός της Κοινότητας. Το πακέκο που θεσπίστηκε το 1992 περιλαμβάνει τρεις κανονισμούς, οι οποίοι αφορούν:
.     τη χορήγηση από τα κράτη μέλη αδειών εκμεταλλεύσεως στους εγκατεστημένους εντός της Κοινότητας αερομεταφορείς,
.     την πρόσβαση των κοινοτικών αερομεταφορέων στα δρομολόγια των ενδοκοινοτικών αεροπορικών γραμμών και
.     τον καθορισμό των ναύλων και κομίστρων για τις ενδοκοινοτικές αεροπορικές γραμμές.

Το πακέτο αυτό συμπληρώθηκε κυρίως με δύο άλλους κανονισμούς, του 1989 και του 1993, αντικείμενο των οποίων ήσαν:
.     τα ηλεκτρονικά συστήματα κρατήσεως θέσεων (ΗΣΚ) και
.     η κατανομή του διαθέσιμου χρόνου χρήσης στους αερολιμένες.

Στις αρχές ήδη της δεκαετίας του '90, η Επιτροπή ζήτησε από το Συμβούλιο να την εξουσιοδοτήσει να διαπραγματευθεί με τις Ηνωμένες Πολιτείες συμφωνία στον τομέα τωνεναέριων μεταφορών, προκειμένου να αντικατασταθούν οι διμερείς συμφωνίες που είχαν συνάψει προηγουμένως ορισμένα ευρωπαϊκά κράτη, τα οποία δεν ήσαν τότε μέλη της Κοινότητας. Στην Επιτροπή δόθηκε περιορισμένη εξουσιοδότηση για τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες όμως δεν κατέληξαν σε σύναψη συμφωνίας μεταξύ της Κοινότητας και των Ηνωμένων Πολιτειών.

Εντούτοις, οι Ηνωμένες Πολιτείες άρχισαν από το 1995 να συνάπτουν διμερείς συμφωνίες “ελεύθερης αεροπλοΐας” με ορισμένα κράτη μέλη, με σκοπό να διευκολυνθούν, μεταξύ άλλων, η ελεύθερη πρόσβαση σε όλα τα δρομολόγια, η χορήγηση απεριόριστων δικαιωμάτων εκτελέσεως δρομολογίων και μεταφορών, ο καθορισμός των τιμών σύμφωνα με σύστημα “διπλής απορρίψεως” και η δυνατότητα συνάψεως συμφωνιών για την κατανομή των κωδικών.

Η Επιτροπή άσκησε προσφυγές κατά επτά κρατών μελών (της Δανίας, της Σουηδίας, της Φιλανδίας, του Βελγίου, του Λουξεμβούργου, της Αυστρίας και της Γερμανίας) που είχαν συνάψει συμφωνίες “ελεύθερης αεροπλοΐας”, καθώς και προσφυγή κατά του Ηνωμένου Βασιλείου1. Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι τα εν λόγω κράτη, υπογράφοντας τις εν λόγω συμφωνίες, παραβίασαν κυρίως:

i)     την εξωτερική αρμοδιότητα της Κοινότητας, καθόσον μόνο η Κοινότητα είναι αρμόδια για να συνάπτει τέτοιες συμφωνίες (αυτή η αιτίαση δεν διατυπώθηκε έναντι του Ηνωμένου Βασιλείου) και
ii)     τις διατάξεις της Συνθήκης περί του δικαιώματος εγκαταστάσεως, καθόσον επέτρεψαν στις Ηνωμένες Πολιτείες να αρνούνται τη χορήγηση δικαιωμάτων μεταφοράς εντός του εναέριου χώρου τους στους αερομεταφορείς που ορίζει το αντισυμβαλλόμενο κράτος μέλος, εφόσον οι αερομεταφορείς αυτοί δεν ανήκουν σε σημαντικό ποσοστό στο κράτος μέλος αυτό ή σε υπηκόους του κράτους αυτού και δεν ελέγχονται ουσιαστικά από αυτούς (ρήτρα περί της ιδιοκτησίας και του ελέγχου των αεροπορικών εταιριών).

Επί της παραβιάσεως της εξωτερικής αρμοδιότητας της Κοινότητας

Όσον αφορά τις εναέριες μεταφορές, η Συνθήκη προβλέπει εξουσία της Κοινότητας προς ανάληψη δράσεως, επιβάλλοντας όμως ως προϋπόθεση για την άσκησής της την έκδοση προηγουμένως σχετικής αποφάσεως του Συμβουλίου. Η διάταξη αυτή δεν δημιουργεί αφεαυτής κοινοτική εξωτερική αρμοδιότητα στον τομέα των εναέριων μεταφορών που να επιτρέπει στα κοινοτικά όργανα να συνάπτουν διεθνείς συμφωνίες που να δεσμεύουν την Κοινότητα. Κατά συνέπεια, δεν υφίσταται συναφώς ρητή εξωτερική αρμοδιότητα της Κοινότητας.

Το Δικαστήριο υπενθυμίζει πάντως ότι η αρμοδιότητα της Κοινότητας να συνάπτει διεθνείς συμφωνίες μπορεί να συνάγεται σιωπηρώς από τη Συνθήκη. Τούτο συμβαίνει όταν η απονομή εξωτερικής αρμοδιότητας στην Κοινότητα είναι αναγκαία για να μπορεί η Κοινότητα να ασκήσει επωφελώς την εσωτερική αρμοδιότητά της (που δεν έχει ασκήσει ακόμη). Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η προκειμένη περίπτωση δεν αποτελεί περίπτωση στην οποία η εσωτερική αρμοδιότητα μπορούσε να ασκηθεί μόνο συγχρόνως με την εξωτερική αρμοδιότητα, αφού το Συμβούλιο θέσπισε το “τρίτο πακέτο” χωρίς προηγουμένως να έχει συναφθεί συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες στον τομέα των εναέριων μεταφορών.


Στη συνέχεια, το Δικαστήριο, στηριζόμενο στη μέχρι τώρα νομολογία του, τονίζει ότι, όταν η Κοινότητα έχει εκδώσει κοινούς κανόνες, τα κράτη μέλη δεν είναι πλέον αρμόδια να αναλαμβάνουν δεσμεύσεις έναντι των τρίτων χωρών, εφόσον οι δεσμεύσεις αυτές θίγουν τους κοινούς κανόνες, και ότι μόνον η Κοινότητα έχει την εξουσία να αναλαμβάνει τις δεσμεύσεις αυτές. Τούτο συμβαίνει στην περίπτωση κατά την οποία οι διεθνείς δεσμεύσεις εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των κοινών κανόνων ή έστω σε τομέα που καλύπτεται ήδη σε μεγάλο βαθμό από τους κανόνες αυτούς ή στην περίπτωση κατά την οποία η Κοινότητα έχει περιλάβει στις εσωτερικές νομοθετικές πράξεις της ρήτρες σχετικές με τη μεταχείριση που πρέπει να επιφυλάσσεται στους υπηκόους τρίτων χωρών, στην προκειμένη δε περίπτωση στους αερομεταφορείς από τρίτες χώρες.

Στη συνέχεια το Δικαστήριο αναλύει κατά περίπτωση το περιεχόμενο των επίμαχων κανονισμών. Καταρχάς το Δικαστήριο αναλύει το περιεχόμενο των κανονισμών για τη χορήγηση από τα κράτη μέλη αδειών εκμεταλλεύσεως στους εγκατεστημένους εντός της Κοινότητας αερομεταφορείς και για την πρόσβαση των κοινοτικών αερομεταφορέων στα δρομολόγια των ενδοκοινοτικών αεροπορικών γραμμών και καταλήγει στη διαπίστωση ότι οι διμερείς συμφωνίες δεν εμπίπτουν σε τομέα που καλύπτεται ήδη από τους εν λόγω κανονισμούς, διότι περιλαμβάνουν κανόνες που αφορούν τους αμερικανικούς αερομεταφορείς. Κατά συνέπεια, οι κανονισμοί αυτοί δεν μπορούν να θεμελιώσουν εξωτερική αρμοδιότητα της Κοινότητας.

Αντίθετα, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ορισμένες από τις διατάξεις των άλλων επίμαχων κανονισμών, οι οποίες αφορούν τον καθορισμό των αεροπορικών ναύλων και κομίστρων για τα δρομολόγια των ενδοκοινοτικών αεροπορικών γραμμών, καθώς και οι διατάξεις που αφορούν τα ηλεκτρονικά συστήματα κρατήσεως θέσεων και την κατανομή του διαθέσιμου χρόνου χρήσης στους αερολιμένες έχουν εφαρμογή επί των αερομεταφορέων τρίτων χωρών. Επομένως, στην περίπτωση αυτή η Κοινότητα έχει αποκλειστική εξωτερική αρμοδιότητα. Το Δικαστήριο τονίζει πάντως ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι στις επίδικες διμερείς συμφωνίες περιέχονται δεσμεύσεις ως προς τον διαθέσιμο χρόνο χρήσης.

Κατόπιν των ανωτέρω, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η Δανία, η Σουηδία, η Φιλανδία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, η Αυστρία και η Γερμανία παραβίασαν την εξωτερική αρμοδιότητα της Κοινότητας, όσον αφορά τους κοινοτικούς κανόνες περί καθορισμού των αεροπορικών ναύλων και κομίστρων στις ενδοκοινοτικές γραμμές και περί των ηλεκτρονικών συστημάτων κρατήσεως θέσεων (ΗΣΚ).

Επί της προσβολής του δικαιώματος εγκαταστάσεως

Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, σύμφωνα με τη ρήτρα περί της ιδιοκτησίας και του ελέγχου των αεροπορικών εταιριών, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν καταρχήν αφενός την υποχρέωση να παρέχουν τα προβλεπόμενα από τις συμφωνίες δικαιώματα στους μεταφορείς που ελέγχονται από το κράτος μέλος με το οποίο έχουν συνάψει τη συμφωνία και αφετέρου τη δυνατότητα να μη χορηγούν τα δικαιώματα αυτά στους εγκατεστημένους στο εν λόγω κράτος μέλος μεταφορείς που ελέγχονται από άλλα κράτη μέλη. Πρόκειται περί διακρίσεως, η οποία εμποδίζει τους αερομεταφορείς των άλλων κρατών μελών να αντιμετωπίζονται ως ημεδαποί εντός του κράτους μέλους υποδοχής, πράγμα που απαγορεύεται από τους κοινοτικούς κανόνες περί του δικαιώματος εγκαταστάσεως.

Εξάλλου, η ρήτρα αυτή δεν δικαιολογείται από λόγους αναγόμενους στη δημόσια τάξη ή στη δημόσια ασφάλεια, δεδομένου ότι δεν υπάρχει καμία άμεση συνάφεια μεταξύ μιας απειλής για τη δημόσια τάξη ή ασφάλεια και της γενικευμένης διακρίσεως σε βάρος των κοινοτικών αεροπορικών εταιριών.

Κατά συνέπεια, η ρήτρα περί της ιδιοκτησίας και του ελέγχου των αεροπορικώνεταιριών, η οποία περιλαμβάνεται στις διμερείς συμφωνίες που έχουν υπογραφεί μεταξύ αφενός των Ηνωμένων Πολιτειών και αφετέρου του Ηνωμένου Βασιλείου, της Δανίας, της Σουηδίας, της Φιλανδίας, του Βελγίου, του Λουξεμβούργου, της Αυστρίας και της Γερμανίας αντιβαίνει στους κανόνες περί δικαιώματος εγκαταστάσεως.

                
Ανεπίσημο έγγραφο προοριζόμενο για τα μέσα ενημερώσεως, το οποίο δεν δεσμεύει το Δικαστήριο.

Διατίθεται σε όλες τις επίσημες γλώσσες

www.curia.eu.int 

Για περαιτέρω πληροφορίες επικοινωνήστε με την Estella Cigna,
tél. (352) 43 03 2582
fax (352) 43 03 2674.

Εικόνες από τη συνεδρίαση του Δικαστηρίου είναι διαθέσιμες στο "Europe by Satellite" Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ΓΔ Χ, Υπηρεσία οπτικοακουστικών μέσων, L-2920 Λουξεμβούργο, τηλ: (352) 4301 35177, fax: (352) 4301 35249
ή Β-1049 Βρυξέλλες,τηλ: (32) 2 2965956, fax: (32) 2 2301280.


 



1    Η υπόθεση που αφορά το Ηνωμένο Βασίλειο διαφέρει εν μέρει από τις άλλες. Η Επιτροπή βάλλει κατά της διμερούς συμφωνίας που υπογράφηκε το 1977 (Bermuda II) μεταξύ της χώρας αυτής και των Ηνωμένων Πολιτειών για τον λόγο ότι στη συμφωνία αυτή περιλαμβάνονται διατάξεις αντίθετες προς το κοινοτικό δίκαιο, όσον αφορά το δικαίωμα εγκαταστάσεως.