Τμήμα Τύπου και Πληροφοριών

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΥΠΟΥ 99/02

10 Δεκεμβρίου 2002

Απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-491/01

British American Tobacco (Investments) Limited και Imperial Tobacco Limited κατά Secretary of State for Health

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΝΕΙ ΤΟ ΚΥΡΟΣ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ, ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΩΛΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΠΝΟΥ

Η προβλεπόμενη από την οδηγία απαγόρευση χρήσεως επί της συσκευασίας των προϊόντων καπνού ορισμένων περιγραφικών στοιχείων, όπως οι όροι “light” και “mild”, εφαρμόζεται μόνον στα προϊόντα που διατίθενται στο εμπόριο εντός της Κοινότητας και δεν εφαρμόζεται στα προϊόντα που εξάγονται σε τρίτες χώρες

Στις 5 Ιουνίου 2001 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εξέδωσαν την οδηγία 2001/37/ΕΚ, για την παραγωγή, την παρουσίαση και την πώληση των προϊόντων καπνού. Η οδηγία αυτή έπρεπε να μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο το αργότερο στις 30 Σεπτεμβρίου 2002. Οι σχετικοί με τη σύνθεση των τσιγάρων κανόνες πρέπει να τεθούν σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2004, όσον αφορά τα τσιγάρα που διατίθενται στο εμπόριο εντός της Κοινότητας. Η απαγόρευση χρήσεως επί της συσκευασίας των προϊόντων καπνού ορισμένων περιγραφικών στοιχείων, όπως οι όροι «light» και «mild», πρέπει να τεθεί σε ισχύ στις 30 Σεπτεμβρίου 2003.

Δύο βρετανικές καπνοβιομηχανίες, η British American Tobacco Limited και η Imperial Tobacco Limited, άσκησαν προσφυγή ενώπιον του High Court of Justice (Administrative Court) κατά της υποχρεώσεως του Ηνωμένου Βασιλείου να μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο την οδηγία. To High Court υπέβαλε στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα ως προς το κύρος και την ερμηνεία της οδηγίας.

Εξέταση του κύρους της οδηγίας

Το Δικαστήριο εξετάζει, πρώτον, αν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στην παρούσα υπόθεση η νομική βάση, η οποία, στη Συνθήκη ΕΚ, παρέχει αρμοδιότητα στην Κοινότητα να εκδίδει μέτρα εναρμονίσεως για την πραγματοποίηση της κοινής αγοράς.

Οι καπνοβιομήχανοι ισχυρίστηκαν ότι η οδηγία δεν αποσκοπεί στη διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εν λόγω προϊόντων εντός της Κοινότητας, αλλά στην εναρμόνιση των εθνικών κανόνων στον τομέα της προστασίας της δημόσιας υγείας από το κάπνισμα, και ότι η σχετική αρμοδιότητα δεν ανήκει στην Κοινότητα.

Τα προηγουμένως θεσπισθέντα κοινοτικά μέτρα εναρμονίσεως περιέχουν ελάχιστους κανόνες για την παρασκευή και τη σήμανση των προϊόντων καπνού (οδηγία 86/622, για τη σήμανση των προϊόντων καπνού, και οδηγία 90/239, για τη μέγιστη περιεκτικότητα των τσιγάρων σε πίσσα). Τα κράτη μέλη μπορούσαν, επομένως, ελεύθερα να θεσπίζουν εθνικούς κανόνες σε θέματα που δεν ρύθμιζαν οι εν λόγω οδηγίες.

Εντούτοις, εφόσον το κοινό συνειδητοποιεί όλο και περισσότερο τις επιβλαβείς για την υγεία συνέπειες της καταναλώσεως προϊόντων καπνού, ήταν πιθανή η θέσπιση από τα κράτη μέλη εθνικών κανόνων για την αποτελεσματικότερη αποθάρρυνση της καταναλώσεως των προϊόντων καπνού (ενδείξεις ή προειδοποιήσεις επί της συσκευασίας) ή για τη μείωση των επιβλαβών συνεπειών (νέες προδιαγραφές για τη σύνθεση των τσιγάρων). Ορισμένα κράτη μέλη είχαν ήδη θεσπίσει σχετικές διατάξεις.

Σ' αυτό το πλαίσιο, με τη νέα οδηγία εναρμονίσεως αποφεύγεται η εμφάνιση εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των προϊόντων καπνού εντός της Κοινότητας, ως συνέπεια της εκδόσεως εθνικών κανόνων που θα θέσπιζαν διαφορετικές απαιτήσεις όσον αφορά την παρασκευή, την παρουσίαση και την πώληση των προϊόντων καπνού.

H απαγόρευση παρασκευής στην Κοινότητα ακόμη και τσιγάρων που δεν τηρούν τις απαιτήσεις της οδηγίας και προορίζονται για εξαγωγή σε τρίτες χώρες συμβάλλει επίσης στην ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, εφόσον έτσι αποφεύγονται οι παράνομες επανεισαγωγές στην Κοινότητα ή η εκτροπή του ρεύματος του εμπορίου των εν λόγω προϊόντων εντός της Κοινότητας.

Συνεπώς, η οδηγία πράγματι αποσκοπεί στη βελτίωση των συνθηκών λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς και μπορούσε να εκδοθεί με νομική βάση τη διάταξη περί εναρμονίσεως της εσωτερικής αγοράς.

Όσον αφορά την αναλογικότητα των προβλεπόμενων από την οδηγία μέτρων εναρμονίσεως, το Δικαστήριο τονίζει, πρώτον, ότι η απαγόρευση παρασκευής τσιγάρων που δεν τηρούν τη μέγιστη περιεκτικότητα (σε πίσσα, νικοτίνη και μονοξείδιο του άνθρακα), την οποία ορίζει η οδηγία, είναι ιδιαίτερα πρόσφορη για την ευθύς εξαρχής ματαίωση των εκτροπών του εμπορίου των τσιγάρων που παρασκευάζονται εντός της Κοινότητας και προορίζονται για εξαγωγή σε τρίτες χώρες. Οι εκτροπές αυτές δεν μπορούν να καταπολεμηθούν το ίδιο αποτελεσματικά με τη θέσπιση εναλλακτικού μέτρου, όπως η ενίσχυση των ελέγχων στα σύνορα της Κοινότητας.

Το Δικαστήριο τονίζει, στη συνέχεια, ότι οι απαιτήσεις της οδηγίας για την αναγραφή στις συσκευασίες των τσιγάρων της περιεκτικότητας σε επιβλαβείς ουσίες και τα προειδοποιητικά μηνύματα σχετικά με τους κινδύνους για την υγεία δεν είναι υπερβολικές.

Τέλος, κατά το Δικαστήριο, η απαγόρευση χρησιμοποίησης επί των συσκευασιών των προϊόντων καπνού περιγραφικών στοιχείων που υποδηλώνουν ότι ένα προϊόν καπνού είναι λιγότερο επιβλαβές από τα υπόλοιπα (για παράδειγμα «light» και «mild») και που μπορούν να παραπλανήσουν του καταναλωτή είναι πρόσφορη για την επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας. Η εν λόγω απαγόρευση αποσκοπεί, πράγματι, στη διασφάλιση της αντικειμενικής πληροφόρησης του καταναλωτή σχετικά με το επιβλαβές των προϊόντων καπνού. Η εν λόγω απαγόρευση δεν είναι δυσανάλογη, δεδομένου ότι δεν είναι προφανές ότι η απλή ρύθμιση της χρήσεως αυτών των περιγραφικών στοιχείων θα ήταν εξίσου αποτελεσματική για τη διασφάλιση της αντικειμενικής πληροφόρησης των καταναλωτών, αφού τα περιγραφικά αυτά στοιχεία είναι εξ ορισμού ικανά να ενθαρρύνουν το κάπνισμα.

Όσον αφορά την προστασία του δικαιώματος επί του σήματος των καπνοβιομηχάνων, το Δικαστήριο τονίζει ότι οι καπνοβιομήχανοι μπορούν να συνεχίσουν, παρά την κατάργηση αυτών των περιγραφικών στοιχείων στη συσκευασία, να εξατομικεύουν τα προϊόντα τουςχρησιμοποιώντας άλλα διακριτικά σημεία. Οι περιορισμοί στο δικαίωμα επί του σήματος που απορρέουν από την εν λόγω κατάργηση ανταποκρίνονται πράγματι σε σκοπό γενικού συμφέροντος που επιδιώκει η Κοινότητα και δεν θίγουν την ουσία του δικαιώματος αυτού.

Κατόπιν της ανωτέρω αναλύσεως, το Δικαστήριο καταλήγει ότι η οδηγία δεν είναι ανίσχυρη.

Ερμηνεία της εκτάσεως εφαρμογής της οδηγίας

Εφαρμόζεται η απαγόρευση χρήσεως επί της συσκευασίας των προϊόντων καπνού ορισμένων περιγραφικών στοιχείων μόνον επί των προϊόντων καπνού που διατίθενται στο εμπόριο εντός της Κοινότητας ή εφαρμόζεται και επί των προϊόντων καπνού που συσκευάζονται εντός της Κοινότητας για να εξαχθούν σε τρίτες χώρες;

Κύριος σκοπός της επίμαχης οδηγίας είναι η βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς στον τομέα των προϊόντων καπνού, με διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας. Ενόψει του σκοπού αυτού και δεδομένου του γράμματος των διατάξεων της οδηγίας, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο κοινοτικός νομοθέτης δεν σκόπευε να επεκτείνει την απαγόρευση εμπορίας εντός της Κοινότητας των προϊόντων καπνού, η συσκευασία των οποίων περιέχει απαγορευμένα περιγραφικά στοιχεία, στα προϊόντα καπνού που συσκευάζονται στην Κοινότητα και προορίζονται για εμπορία σε τρίτες χώρες. Η απαγόρευση χρήσεως επί της συσκευασίας των προϊόντων καπνού περιγραφικών στοιχείων, όπως οι όροι «light» και «mild», εφαρμόζεται, επομένως, μόνον επί των προϊόντων καπνού που διατίθενται στο εμπόριο εντός της Κοινότητας.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Είναι η δεύτερη φορά που το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί κοινοτικής οδηγίας που αποσκοπεί στην καταπολέμηση του καπνίσματος. Συγκεκριμένα, στις 5 Οκτωβρίου 2000 το Δικαστήριο ακύρωσε την οδηγία για τη διαφήμιση των προϊόντων καπνού, με την απόφαση C-376/98, Γερμανία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή 2000, σ. I-8419. Βλ. ανακοίνωση τύπου 72/00, www.curia.eu.int .

Ανεπίσημο έγγραφο προοριζόμενο για τα μέσα ενημέρωσης, το οποίο δεν δεσμεύει το Δικαστήριο.

Η παρούσα ανακοίνωση τύπου διατίθεται σε όλες τις γλώσσες.

Για το πλήρες κείμενο της αποφάσεως συμβουλευθείτε τη σελίδα Internet του Δικαστήριου www.curia.eu.int  μετά τις 15.00..

Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε με την κ. Estella Cigna
τηλ. (00 352) 4303 2582
fax (00 352) 4303 2674