Τμήμα Τύπου και Πληροφοριών

ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΥΠΟΥ ΑΡΙΘ. 20/03

20 Μαρτίου 2003

Απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-3/00

Βασίλειο της Δανίας κατά Επιτροπής

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΚΥΡΩΝΕΙ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ Η ΟΠΟΙΑ ΔΕΝ ΕΓΚΡΙΝΕΙ ΤΟΥΣ ΑΥΣΤΗΡΟΤΕΡΟΥΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΚΟΙΝΟΤΙΚΩΝ ΔΑΝΙΚΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΝΙΤΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΝΙΤΡΩΔΩΝ ΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΝ ΤΡΟΦΙΜΩΝ.

Τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρούν τις προϋφιστάμενες εθνικές διατάξεις που παρεκκλίνουν από μέτρο εναρμονίσεως οσάκις εκτιμούν ότι ο κίνδυνος για τη δημόσια υγεία είναι υψηλότερος από εκείνον που έλαβε υπόψη του ο κοινοτικός νομοθέτης κατά την έκδοση του μέτρου εναρμονίσεως.


Για πρώτη φορά, το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί της ουσίας της προσφυγής κράτους μέλους έναντι αρνήσεως της Επιτροπής να εγκρίνει τη διατήρηση εθνικών μέτρων παρεκκλίσεως από οδηγία περί εναρμονίσεως. Η Συνθήκη επιτρέπει στα κράτη μέλη να διατηρούν ή να θεσπίζουν εθνικές διατάξεις περί παρεκκλίσεως από μέτρο εναρμονίσεως για λόγους που άπτονται, μεταξύ άλλων, της προστασίας της δημόσιας υγείας.

Οδηγία πλαίσιο του Συμβουλίου του 1988 σχετικά με τα πρόσθετα τροφίμων προβλέπει ότι, για να συμπεριληφθούν στον κατάλογο των εγκεκριμένων προσθέτων, τα πρόσθετα αυτά πρέπει να είναι απαραίτητα για την επίτευξη του επιθυμητού στόχου και να μην εμφανίζουν κανένα κίνδυνο για την υγεία. Αν υφίσταται αμφιβολία ως προς την επικινδυνότητα για την υγεία ενός εκ των εν λόγω προσθέτων, πρέπει να ζητείται η γνώμη της επιστημονικής επιτροπής για την ανθρώπινη διατροφή (ΕΕΑΔ). Οδηγία του 1995 αφορά τα πρόσθετα τροφίμων εκτός των χρωστικών και των γλυκαντικών. Κατά την υιοθέτησή της, η Δανία ψήφισε κατά της οδηγίας με το αιτιολογικό ότι δεν πληρούσε τις υγειονομικές ανάγκες που συνδέονται ιδίως με τα νιτρώδη, νιτρικά και θειϊκά.

Τα θειώδη είναι συντηρητικά που χρησιμοποιούνται ιδίως στον οίνο, τις μαρμελάδες, τα γλυκίσματα και τους ξηρούς καρπούς και μπορούν να προκαλέσουν, προσλαμβανόμενα σε μεγάλες ποσότητες, βλάβες του πεπτικού σωλήνα και σοβαρές αλλεργικές αντιδράσεις σε ασθματικούς.

Τα νιτρώδη και νιτρικά έχουν επίσης ως αποτέλεσμα τη συντήρηση των τροφίμων και χρησιμοποιούνται ειδικότερα στο κρέας. Παρεμποδίζουν την ανάπτυξη βακτηρίων όπως το clostridium botulinum, υπεύθυνο για την αλλαντίαση, και αναγνωρίζεται ότι προκαλούν ενδεχομένως καρκίνο.

Η Δανία ζήτησε την έγκριση να διατηρήσει σε ισχύ τις αφορώσες τα εν λόγω πρόσθετα διατάξεις της. Το 1999, η Επιτροπή αποφάσισε να μην εγκρίνει τις εν λόγω εθνικές διατάξεις οι οποίες κρίθηκαν ως δυσανάλογες σε σχέση με τον στόχο της προστασίας της δημόσιας υγείας. Κατόπιν αυτού, η Δανία ζήτησε την ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως.

Το Δικαστήριο υπενθυμίζει κατ' αρχάς ότι η Συνθήκη ΕΚ προέβλεψε μέτρα εναρμονίσεως για την εγκαθίδρυση της εσωτερικής αγοράς. Στο πλαίσιο αυτό, η Συνθήκη προέβλεψε επίσης διαδικασία εγκρίσεως των εθνικών μέτρων παρεκκλίσεως, διακρίνοντας παράλληλα μεταξύ των προϋφισταμένων και των νέων εθνικών διατάξεων. Οι πρώτες δικαιολογούνται ενδεχομένως αν στηρίζονται σε ανάγκες προβλεπόμενες στο άρθρο 30 ΕΚ ή αφορώσες την προστασία του χώρου εργασίας ή του περιβάλλοντος δοθέντος ότι είναι γνωστές στον κοινοτικό νομοθέτη κατά τον χρόνο της εναρμονίσεως. Αντιθέτως, το κράτος μέλος που επιδιώκει τη θέσπιση εθνικών μέτρων μετά την εναρμόνιση οφείλει να προσκομίσει νέα επιστημονικά αποδεικτικά στοιχεία και να καταδείξει ότι υφίσταται ειδικό πρόβλημα που ανακύπτει στο οικείο κράτος μετά την έκδοση του μέτρου εναρμονίσεως.

Το Δικαστήριο διαπιστώνει ακολούθως ότι η διατήρηση σε ισχύ των επιδίκων εθνικών διατάξεων δεν θεωρήθηκε ως στηριζόμενη σε ειδικό πρόβλημα της Δανίας ή σε νέες επιστημονικές αποδείξεις. Εντούτοις, το Δικαστήριο εκτιμά ότι, το κράτος μέλος που ζητεί να διατηρήσει σε ισχύ παρεκκλίνουσες ειδικές διατάξεις μπορεί να επικαλεστεί το γεγονός ότι εκτιμά τον κίνδυνο για τη δημόσια υγεία διαφορετικά απ' ό,τι έπραξε ο κοινοτικός νομοθέτης. Λόγω της εγγενούς αβεβαιότητας ως προς την εκτίμηση των κινδύνων για τη δημόσια υγεία, είναι θεμιτό να χωρούν αποκλίνουσες εκτιμήσεις χωρίς κατ' ανάγκη να στηρίζονται σε διαφορετικά ή νέα επιστημονικά δεδομένα. Το Δικαστήριο εκτιμά ότι τα κράτη μέλη μπορούν να ζητούν τη διατήρηση σε ισχύ προϋφισταμένων και παρεκκλινουσών εθνικών διατάξεων με βάση εκτίμηση του κινδύνου για την υγεία διαφορετικού σε σχέση με εκείνη του κοινοτικού νομοθέτη κατά την εναρμόνιση. Το κράτος μέλος οφείλει να αποδείξει ότι οι παρεκκλίνουσες εθνικές διατάξεις διασφαλίζουν υψηλότερο επίπεδο προστασίας της δημόσιας υγείας απ' ό,τι το κοινοτικό μέτρο και δεν υπερβαίνουν ό,τι είναι αναγκαίο για την επίτευξη του στόχου αυτού.

Κατά την εξέταση των κοινοτικών μέτρων εναρμονίσεως επί των θειωδών, το Δικαστήριο εκτιμά ότι παρίστανται επαρκή σύμφωνα με γνώμη της ΕΕΑΔ του 1994 και ότι η απόφαση της Επιτροπής η οποία δεν εγκρίνει το αυστηρότερο δανικό καθεστώς δεν εμπεριέχει καμία πραγματική πλάνη ή πλάνη περί την εκτίμηση.

Πάντως, όσον αφορά τα νιτρώδη και τα νιτρικά, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η απόφαση της Επιτροπής δεν έλαβε επαρκώς υπόψη τη γνώμη της ΕΕΑΔ του 1995 που είχε αμφισβητήσει τις ανώτατες ποσότητες νιτρωδών όπως αυτές καθορίζονται με την οδηγία του 1995.

Κατόπιν αυτού, το Δικαστήριο εκτιμά ότι, μη λαμβάνοντας υπόψη την ανωτέρω γνώμη προκειμένου να εκτιμήσει τις δανικές διατάξεις περί των νιτρωδών και νιτρικών, η απόφαση της Επιτροπής στερείται νομιμότητας και πρέπει να ακυρωθεί.

Ανεπίσημο έγγραφο για χρήση από τα μέσα μαζικής ενημερώσεως,
το οποίο δεν δεσμεύει το Δικαστήριο.

Διαθέσιμες γλώσσες: FR, EN, DA, DE, ES, IT, GR

Για το πλήρες κείμενο της αποφάσεως συμβουλευθείτε την ιστοσελίδα μας
www.curia.eu.int  περί την 3η μ.μ. σήμερα.

Για περισσότερες πληροφορίες, επικοινωνήστε με την κ. Estella Cigna
τηλ: (352) 43 03 2582 fax: (352) 43 03 2674