Τμήμα Τύπου και Πληροφοριών

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΥΠΟΥ 36/03

13 Μαΐου 2003

Απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-385/99

Müller-Fauré/Onderlinge Waarborgmaatschappij OZ Zorgverzekeringen και Van Riet/ Onderlinge Waarborgmaatschappij ZAO Zorgverzekeringen

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ ΤΗΝ ΟΛΛΑΝΔΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΠΟΥ ΑΠΑΙΤΕΙ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΑΔΕΙΑ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΜΗ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΗΣ ΠΕΡΙΘΑΛΨΕΩΣ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΜΕΛΟΣ ΑΠΟ ΜΗ ΣΥΜΒΕΒΛΗΜΕΝΟ ΦΟΡΕΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

Αντιθέτως, σε περίπτωση νοσηλείας σε νοσοκομείο η απαίτηση περί προηγούμενης αδείας είναι δικαιολογημένη.

Το ολλανδικό σύστημα ασφαλίσεως ασθενείας προβλέπει παροχές σε είδος: οι ασφαλισμένοι υποβάλλονται σε δωρεάν υγειονομική περίθαλψη, την οποία παρέχουν φορείς παροχής υγειονομικών υπηρεσιών (ιατροί ή νοσοκομεία) που είναι συμβεβλημένοι με τα ταμεία υγείας. Οι ασθενείς μπορούν να μεταβούν για ιατρική περίθαλψη, τόσο στις Κάτω Χώρες, όσο και στην αλλοδαπή, σε μη συμβεβλημένο ιατρό ή ίδρυμα μετά από λήψη προηγούμενης άδειας. Η άδεια χορηγείται υπό την προϋπόθεση η θεραπευτική αγωγή ναείναι ιατρικώς αναγκαία και να μην μπορεί να παρασχεθεί "έγκαιρα" από συμβεβλημένο ιατρό.

Η Müller-Fauré (κάτοικος Κάτω Χωρών), κατά τις διακοπές της στη Γερμανία τον Νοέμβριο και Δεκέμβριο του 1994, επισκέφθηκε οδοντίατρο χωρίς να λάβει προηγούμενη έγκριση από το ταμείο υγείας στο οποίο είναι ασφαλισμένη. Επιστρέφοντας στις Κάτω Χώρες, ζήτησε από το ταμείο υγείας του Zwijndrecht να της επιστραφούν τα έξοδα θεραπείας (τοποθέτηση έξι κορώνων και μία εργασία ακίνητης προσθετικής στην άνω γνάθο).

Η Van Riet, η οποία από το 1985 υπέφερε από πόνους στον δεξιό της καρπό, ζήτησε από το ταμείο του Άμστερνταμ να αναλάβει το κόστος πραγματοποιήσεως αρθροσκοπήσεως και του ακρωτηριασμού της ωλένης που πραγματοποίησε τον Μάιο του 1993 στο Βέλγιο, χωρίς έχει να λάβει προηγούμενη άδεια. Η προετοιμασία, η πραγματοποίηση και η παρακολούθηση αυτών των επεμβάσεων, που πραγματοποιήθηκαν πολύ νωρίτερα απ' ό,τι στις Κάτω Χώρες, έγιναν εν μέρει σε νοσοκομείο και εν μέρει εκτός νοσοκομείου.

Και στις δύο περιπτώσεις, το ταμείο υγείας απέρριψε την επιστροφή των σχετικών δαπανών, διότι η αναγκαία και ενδεδειγμένη ιατρική περίθαλψη μπορούσε να χορηγηθεί στις Κάτω Χώρες εντός εύλογης προθεσμίας.

Το αρμόδιο δικαστήριο, το Centrale Raad van Beroep, στο οποίο εκκρεμούν οι διαφορές μεταξύ των ενδιαφερομένων και των ταμείων υγείας, ερωτά το Δικαστήριο κατά πόσο συνάδει η ολλανδική νομοθετική ρύθμιση με την αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών που διασφαλίζει η Συνθήκη.

Κατά το Δικαστήριο, η ολλανδική ρύθμιση αποθαρρύνει, αν δεν εμποδίζει, τους ασφαλισμένους ενός συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως να απευθύνονται στους εγκατεστημένους σε διαφορετικά κράτη μέλη από το κράτος μέλος ασφαλίσεως φορείς παροχής ιατρικών υπηρεσιών και συνιστά, τόσο για τους ασφαλισμένους όσο και για τους εν λόγω φορείς, εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.

Το Δικαστήριο εξετάζει αν αυτό το εμπόδιο μπορεί να δικαιοληγηθεί. Υπενθυμίζει ότι ο κίνδυνος σοβαρού πλήγματος στη χρηματοοικονομική ισορροπία του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως και η διατήρηση ισόρροπης και προσιτής σε όλους παροχής ιατρικών και νοσοκομειακών υπηρεσιών μπορούν να δικαιολογήσουν αυτό το εμπόδιο. Κατά το Δικαστήριο, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των υπηρεσιών που παρέχονται εντός και εκτός νοσοκομείου.


Επί των νοσοκομειακών υπηρεσιών

Το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει, με την απόφαση Smits και Peerbooms 1, ότι η ανάγκη χρησιμοποιήσεως του συστήματος προηγούμενης αδείας, στο πλαίσιο συστήματος ιατρικής περιθάλψεως που στηρίζεται στη σύναψη συμβάσεων, επιτρέπει τη διασφάλιση στην εθνική επικράτεια επαρκούς και διαρκούς προσβάσεως σε ένα ισόρροπο φάσμα ποιοτικής νοσοκομειακής περιθάλψεως, τη διασφάλιση της συγκρατήσεως των εξόδων και την αποφυγή κάθε σπατάλης οικονομικών, τεχνικών και ανθρωπίνων πόρων.

Η απαίτηση προηγούμενης αδείας σε περίπτωση νοσηλείας σε νοσοκομείο άλλου κράτους μέλους είναι
, επομένως, δικαιολογημένη. Πρέπει όμως και οι προϋποθέσεις χορηγήσεως αυτής της άδειας να δικαιολογούνται ενόψει των ανωτέρω επιτακτικών λόγων, να ανταποκρίνονται στην απαιτούμενη αναλογικότητα και να μην αφήνουν περιθώριο αυθαίρετης συμπεριφοράς των εθνικών αρχών.

Έτσι, όσον αφορά την προϋπόθεση περί του αναγκαίου χαρακτήρα της προβλεπομένης από την ολλανδική νομοθετική ρύθμιση θεραπευτικής αγωγής, το Δικαστήριο κρίνει ότι η προηγούμενη άδεια μπορεί να απορριφθεί μόνον εφόσον υπάρχει η δυνατότητα η ίδια ή εξίσου αποτελεσματική θεραπευτική αγωγή να παρασχεθεί έγκαιρα από ίδρυμα με το οποίο είναι συμβεβλημένο το ταμείο υγείας του ασφαλισμένου. Oι εθνικές αρχές οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη όχι μόνον την κατάσταση της υγείας του ασθενούς και ενδεχομένως, την ένταση του πόνου ή τη φύση της αναπηρίας του, η οποία μπορεί, για παράδειγμα, να καθιστά αδύνατη ή υπερβολικά δύσκολη την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας, αλλά και το ιστορικό του.

Επί των μη νοσοκομειακών υπηρεσιών


Το Δικαστήριο κρίνει ότι από τα ενώπιον του Δικαστηρίου υποβληθέντα επιχειρήματα δεν προκύπτει ότι η κατάργηση της απαιτήσεως περί προηγούμενης αδείας για μη νοσοκομειακή θεραπευτική αγωγή θα προκαλούσε τόσο σημαντικές μετακινήσεις ασθενών προς την αλλοδαπή, ώστε (παρά τις γλωσσικές δυσκολίες, τη γεωγραφική απόσταση, τα έξοδα διαμονής και την έλλειψη πληροφοριακών στοιχείων σχετικά με τη φύση των παρεχόμενων ιατρικών υπηρεσιών) η χρηματοοικονομική ισορροπία του ολλανδικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως να υποστεί σοβαρό πλήγμα και να απειλείται το συνολικό επίπεδο προστασίας της δημόσιας υγείας, γεγονός που θαμπορούσε να δικαιολογήσει εμπόδιο στη θεμελιώδη αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

Εξάλλου, το Δικαστήριο εξετάζει αν η κατάργηση της απαιτήσεως περί προηγούμενης αδείας θίγει τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του συστήματος ασφαλίσεως ασθενείας στις Κάτω Χώρες.

Συναφώς, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι τα κράτη μέλη είναι αρμόδια να διαρρυθμίζουν τα συστήματά τους κοινωνικής ασφαλίσεως. Ωστόσο, τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, το κοινοτικό δίκαιο. Η πραγματοποίηση των θεμελιωδών ελευθεριών, όπως η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, υποχρεώνει οπωσδήποτε τα κράτη μέλη να προσαρμόζουν το εθνικό τους σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως.

Το Δικαστήριο εκτιμά ότι:

*    ήδη στο πλαίσιο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειές τους, τα κράτη μέλη που θέσπισαν σύστημα παορχής σε είδος οφείλουν να προβλέπουν μηχανισμούς επιστροφής εκ των υστέρων των δαπανών περιθάλψεως, η οποία παρασχέθηκε σε διαφορετικό κράτος μέλος από το αρμόδιο κράτος.
*    οι ασφαλισμένοι μπορούν να ζητούν την κάλυψη του κόστους της θεραπευτικής αγωγής που τους παρασχέθηκε στα όρια μόνον της κάλυψης που διασφαλίζει το σύστημα ασφαλίσεως ασθενείας του κράτους μέλους ασφαλίσεως.
*    το αρμόδιο κράτος μέλος στο οποίο υπάρχει σύστημα παροχής σε είδος μπορεί να καθορίσει τα ποσά επιστροφής των δαπανών περιθάλψεως τα οποία μπορούν να ζητήσουν οι ασθενείς που υποβλήθηκαν σε θεραπεία σε άλλο κράτος μέλος, εφόσον τα ποσά στηρίζονται σε αντικειμενικά, μη εισάγοντα διακρίσεις και διαφανή κριτήρια.

Το Δικαστήριο καταλήγει ότι δεν αποδείχτηκε ότι η κατάργηση της απαιτήσεως περί χορήγησεως προηγούμενης αδείας θίγει τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του ολλανδικού συστήματος ασφαλίσεως ασθενείας.

Η αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών απαγορεύει, επομένως, νομοθετική ρύθμιση, όπως η ολλανδική ρύθμιση, που απαιτεί προηγούμενη άδεια, ακόμη και στο πλαίσιο συστήματος παροχών σε είδος, σε περίπτωση μη νοσοκομειακής περιθάλψεως σε διαφορετικό κράτος μέλος από μη συμβεβλημένο φορέα +παροχής υγειονομικώνυπηρεσιών.

Ανεπίσημο έγγραφο προοριζόμενο για τον Τύπο, το οποίο δεν δεσμεύει το Δικαστήριο.

Η παρούσα ανακοίνωση τύπου διατίθεται στη γαλλική, αγγλική, γερμανική, ισπανική, ιταλική, ελληνική και ολλανδική γλώσσα.

Για το πλήρες κείμενο της αποφάσεως συμβουλευθείτε τη σελίδα Internet του Δικαστήριου www.curia.eu.int  μετά τις 15.00..

Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε με την κ. Estella Cigna
τηλ. (00 352) 4303 2582
fax (00 352) 4303 2674

Εικόνες από τη συνεδρίαση διατίθενται από την "Europe by Satellite"
Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Τύπος και Επικοινωνία,
L-2920 Λουξεμβούργο, τηλ: (352) 43 01 35177, fax (352) 4301 35249
ή Β-1049 Βρυξέλλες, τηλ: (32) 2 2964106, fax (32) 2 2301280


 

1 Aπόφαση της 12ης Ιουλίου 2001, C-157/99, Smits και Peerbooms - βλ. ανακοίνωση τύπου αριθ. 32/01.