Τμήμα Τύπου και Πληροφοριών

ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΥΠΟΥ αριθ. 50/03

12 Ιουνίου 2003

Απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-112/00

Eugen Schmidberger, Internationale Transporte und Planzüge

ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΟΤΙ ΟΙ ΑΥΣΤΡΙΑΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΔΕΝ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΑΝ ΜΙΑ ΕΙΡΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗ ΧΡΟΝΙΚΩΣ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΠΟΛΙΤΩΝ ΣΤΟΝ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡΟΜΟ ΤΟΥ BRENNER ΔΕΝ ΑΝΤΙΒΑΙΝΕΙ ΣΤΟ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ.

Η εν λόγω διοικητική απόφαση, η οποία υπαγορεύθηκε από τον σεβασμό της ελευθερίας εκφράσεως και της ελευθερίας του συνέρχεσθαι, συνοδεύθηκε από μέτρα τα οποία κατέστησαν δυνατό να αποφευχθούν σοβαρές διαταραχές του ενδοκοινοτικού εμπορίου.


Η ένωση για την προστασία του περιβάλλοντος Transitforum Austria Tirol διοργάνωσε διαδήλωση από τις 12 έως τις 13 Ιουνίου 1998 στον αυτοκινητόδρομο του Brenner, για να ευαισθητοποιήσει το κοινό στα προβλήματα της ρυπάνσεως που οφείλονται στην αύξηση της κυκλοφορίας στον οδικό αυτό άξονα και να παρακινήσει τις αυστριακές αρχές να λάβουν διορθωτικά μέτρα. Ενημέρωσε δεόντως επ' αυτού τις αρμόδιες διοικητικές αρχές (την Bezirkshauptmannschaft Innsbruck) στις 15 Μαΐου, καθώς και τα μέσα μαζικής ενημερώσεως, τα οποία αναμετέδωσαν την πληροφορία στους Αυστριακούς, στους Γερμανούς και στους Ιταλούς χρήστες. Η συγκέντρωση αυτή, η οποία κρίθηκε από τις αυστριακές αρχές νόμιμη με γνώμονα το εθνικό δίκαιο, διεξήχθη ήρεμα, κατά τη δηλωθείσα ημερομηνία και προκάλεσε πλήρη αποκλεισμό της οδικής κυκλοφορίας στον αυτοκινητόδρομο του Brenner επί τριάντα ώρες.
Η εταιρία Schmidberger, η οποία ειδικεύεται στις μεταφορές μεταξύ Ιταλίας και Γερμανίας, άσκησε, ενώπιον των αυστριακών δικαστηρίων, αγωγή αποζημιώσεως κατά της Αυστρίας, την οποία θεωρεί υπεύθυνη για ένα εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, το οποίο αντιβαίνει στο κοινοτικό δίκαιο. Η εν λόγω εταιρία ζητεί 140.000 αυστριακά σελίνια (10 174.20 ευρώ) ως αποζημίωση διότι πέντε βαρέα φορτηγά οχήματά της αποκλείστηκαν επί τέσσερις συναπτές ημέρες (η ημέρα που προηγήθηκε της διαδηλώσεως ήταν αργία και οι δύο επόμενες ημέρες συνέπιπταν με σαββατοκύριακο, κατά τη διάρκεια του οποίου δεν επιτρέπεται κατ' αρχήν η κυκλοφορία των φορτηγών οχημάτων).
Το Oberlandesgericht (εφετείο) του Innsbruck υπογραμμίζει ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη οι επιταγές του κοινοτικού δικαίου. Ειδικότερα, κατά το εν λόγω δικαστήριο, πρέπει να καθοριστεί αν η αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων υποχρεώνει τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν την ελεύθερη πρόσβαση στις σημαντικές διαμετακομιστικές οδούς και αν η υποχρέωση αυτή υπερισχύει των θεμελιωδών δικαιωμάτων, στα οποία περιλαμβάνονται η ελευθερία εκφράσεως και η ελευθερία του συνέρχεσθαι που είναιεπίμαχες στην υπόθεση αυτή. Το Oberlandesgericht του Innsbruck ερωτά το Δικαστήριο ειδικά επ' αυτού.

Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ευθύς εξ αρχής ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις αρχές της Κοινότητας και ότι πρέπει να εξαλειφθεί κάθε σχετικός περιορισμός μεταξύ κρατών μελών. Οσάκις ένα από τα κράτη μέλη αυτά παραλείπει να λάβει πρόσφορα μέτρα για την αντιμετώπιση εμποδίων στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, ακόμη και αν τα εμπόδια αυτά δεν οφείλονται σ' αυτό και προκύπτουν από ενέργειες που καταλογίζονται σε ιδιώτες, το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνο, όπως συνέβη με τη Γαλλία το 1997 1.

Η υποχρέωση αυτή είναι ακόμη πιο ουσιώδης, υπογραμμίζει το Δικαστήριο, όταν πρόκειται για οδικό άξονα πρωτεύουσας σημασίας, όπως ο αυτοκινητόδρομος του Βrenner, που αποτελεί μία από τις κύριες συγκοινωνιακές οδούς μεταξύ της Βόρειας Ευρώπης και του Βορρά της Ιταλίας. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι η Αυστρία δεν απαγόρευσε μια συγκέντρωση πολιτών που απέκλεισε επί τριάντα περίπου ώρες τον εν λόγω αυτοκινητόδρομο είναι ικανό να περιορίσει το ενδοκοινοτικό εμπόριο στο εσωτερικό της Ενώσεως και είναι, κατ' αρχήν, ασυμβίβαστο με το κοινοτικό δίκαιο, εκτός αν το γεγονός αυτό δικαιολογείται αντικειμενικώς.

Για να εξακριβωθεί αν είναι δυνατό να δικαιολογηθεί το ως άνω εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία, πρέπει, κατά το Δικαστήριο, να ληφθεί υπόψη ο στόχος που επιδίωκαν οι εθνικές αρχές κατά τη χορήγηση αδείας: στην υπόθεση αυτή, ο στόχος του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων των διαδηλωτών όσον αφορά την ελευθερία εκφράσεως και την ελευθερία του συνέρχεσθαι, οι οποίες διασφαλίζονται από το αυστριακό Σύνταγμα και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και των οποίων την τήρηση εξασφαλίζει το Δικαστήριο των ΕΚ. Το Δικαστήριο θεωρεί αναγκαίο, στην περίπτωση αυτή, να σταθμίσει τα συγκρουόμενα συμφέροντα - αφενός προστασία της ελευθερίας εκφράσεως και της ελευθερίας του συνέρχεσθαι και αφετέρου σεβασμός της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων - και να καθορίσει, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων περιστάσεων που εκτέθηκαν ενώπιόν του, αν εξασφαλίστηκε η προσήκουσα ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων αυτών.
Το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι η κατάσταση ουδόλως δύναται να συγκριθεί με εκείνη επί της οποίας εκδόθηκε από το Δικαστήριο το 1997 απόφαση κατά της Γαλλίας στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως κράτους μέλους. Όλως αντιθέτως, οι διαδηλωτές άσκησαν ειρηνικά και νομότυπα το δικαίωμά τους εκφράσεως και το δικαίωμά τους του συνέρχεσθαι, φρόντισαν να ειδοποιήσουν εγκαίρως σχετικά τους ενδιαφερόμενους χρήστες ένθεν και ένθεν των συνόρων και απέκλεισαν την πρόσβαση μόνο σε μία διαδρομή, μόνο σε μία περίπτωση και μόνο για περιορισμένη διάρκεια, πράγμα το οποίο επέτρεψε στις αυστριακές αρχές να αναμεταδώσουν με τη σειρά τους την πληροφορία και να λάβουν συνοδευτικά μέτρα προκειμένου να περιορίσουν κατά το δυνατόν τις διαταραχές της οδικής κυκλοφορίας (παραδείγματος χάρη με τη διοχέτευση της κυκλοφορίας σε παρακαμπτήριες οδούς). Έτσι, οι εθνικές αρχές, λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που πρέπει να τους αναγνωριστεί σχετικώς, ευλόγως θεώρησαν ότι ο σκοπός που θεμιτώς επεδίωκε η συγκέντρωση αυτή δεν μπορούσε να επιτευχθεί με μέτρα που περιορίζουν λιγότερο το ενδοκοινοτικό εμπόριο. Επομένως, το Δικαστήριο κρίνει ότι με το να επιτραπεί η συγκέντρωση αυτή εξασφαλίστηκε η προσήκουσα ισορροπία μεταξύ της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων των διαδηλωτών και των απαιτήσεων της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να προσαφθεί στις αυστριακές αρχές ότι υπέπεσαν σε παράβαση του κοινοτικού δικαίου ικανή να στοιχειοθετήσει ευθύνη του οικείου κράτους μέλους.


Ανεπίσημο έγγραφο προοριζόμενο για τον Τύπο, το οποίο δεν δεσμεύει το Δικαστήριο.
Διατίθεται σε όλες επίσημες γλώσσες

Για το πλήρες κείμενο της αποφάσεως μπορείτε να συμβουλεύεστε την ιστοσελίδα μας στο Internet www.curia.eu.int , περί τις 15.00 της ίδιας ημέρας.

Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε με την κ. Estella Cigna
τηλ. (00 352) 4303 - 2582 fax (00 352) 4303 - 2674.

Εικόνες από την ανάγνωση της αποφάσεως διατίθενται στο EBS "Europe by Satellite"
Commission Européenne, Direction Générale Presse et Communication,
L - 2920 Luxembourg, τηλ.: (352) 43 01 35177, fax (352) 4301 35249,
ή B-1049 Bruxelles, τηλ.: (32) 2 2964106, fax (32) 2 2965956 ή (32) 2 2301280.
 


1 -     Απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 1997, C-265/95, Επιτροπή κατά Γαλλίας και ανακοινωθέν τύπου αριθ. 76/97.