Τμήμα Τύπου και Πληροφοριών

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΥΠΟΥ ΑΡΙΘ. 61/03

της 10ης Ιουλίου 2003

Απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-246/00

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου των Κάτω Χωρών

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΡΙΝΕΙ ΑΝΤΙΘΕΤΗ ΜΕ ΤΟ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΝ ΟΛΛΑΝΔΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΩΣ ΤΩΝ ΑΔΕΙΩΝ ΟΔΗΓΗΣΕΩΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΧΟΡΗΓΗΘΕΙ ΑΠΟ ΑΛΛΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΑΤΟΧΟΥ ΣΤΙΣ ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

Η καταχώριση αυτή βαίνει πέραν εκείνου που είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της προστασίας της οδικής ασφάλειας

Η κοινοτική οδηγία περί αδειών οδηγήσεως 1 καθιερώνει την αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των αδειών οδηγήσεως που χορηγούνται από κράτη μέλη. Τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν τις διατάξεις της εθνικής τους νομοθεσίας περί διάρκειας ισχύος της άδειας, ιατρικού ελέγχου, φορολογίας και έχουν τη δυνατότητα να αναγράφουν επί της άδειας τις αναγκαίες για τη διαχείρισή της ενδείξεις στην περίπτωση που ο κάτοχος της άδειας μεταφέρει την κατοικία του σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο το οποίο χορήγησε την άδεια.

Κατά την Ολλανδική νομοθεσία ο οδηγός ενός οχήματος πρέπει να είναι εφοδιασμένος με άδεια χορηγηθείσα από τις ολλανδικές αρχές. Η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει - για ορισμένη περίοδο - για τους οδηγούς οι οποίοι είναι κάτοχοι άδειας χορηγηθείσας από άλλο κράτος μέλος, εφόσον αυτοί κατοικούν στις Κάτω Χώρες. Σε περίπτωση καταχωρίσεως, η περίοδος αυτή αντιστοιχεί στη διάρκεια ισχύος των αδειών στις Κάτω Χώρες, ελλείψει όμως καταχωρίσεως, είναι ενός έτους από της ημερομηνίας εγκαταστάσεως του κατόχου στις Κάτω Χώρες. Εξάλλου, η οδήγηση χωρίς άδεια, με άδεια της οποίας η ισχύς έχει λήξει ή με άδεια η οποία δεν πληροί τις απαιτήσεις του νόμου επισύρει την επιβολή ποινικής ή διοικητικής κυρώσεως.

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο των ΕΚ να διαπιστώσει ότι οι Κάτω Χώρες θεσπίζοντας την υποχρεωτική αυτή διαδικασία καταχωρίσεως αδειών οι οποίες έχουν χορηγηθεί από άλλα κράτη μέλη και υπολογίζοντας τη διάρκεια ισχύος τους με βάση την ημερομηνία χορηγήσεως και όχι με βάση την ημερομηνία εγκαταστάσεως στις Κάτω Χώρες παρέβησαν την υποχρέωση της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των αδειών οδηγήσεως που προβλέπει η κοινοτική οδηγία.


Το Δικαστήριο υπενθυμίζει, κατ' αρχάς, ότι η αμοιβαία αναγνώριση των αδειών οδηγήσεως που έχουν χορηγηθεί από άλλα κράτη μέλη πρέπει να γίνεται χωρίς διατυπώσεις και ότι τα κράτη μέλη δεν έχουν κανένα περιθώριο εκτιμήσεως ως προς τις λεπτομέρειες συμμορφώσεως προς την υποχρέωση αυτή. Εφόσον η καταχώριση άδειας οδηγήσεως που έχει χορηγηθεί από άλλο κράτος μέλος καθίσταται υποχρεωτική, επειδή προβλέπονται κυρώσεις στην περίπτωση που ο κάτοχος μιας τέτοιας άδειας οδηγεί όχημα χωρίς να έχει προηγουμένως μεριμνήσει για την καταχώριση της άδειάς του μετά την εγκατάστασή του, η καταχώριση αυτή πρέπει να θεωρείται ως μια τέτοιου είδους διατύπωση και, κατά συνέπεια, αντίθετη προς την οδηγία.

Κατά το Δικαστήριο, η εφαρμογή των διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας δεν πρέπει να παρακωλύει ή να καθιστά λιγότερο ελκυστική την εκ μέρους κοινοτικών υπηκόων άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και ελευθερίας εγκαταστάσεως, σε περίπτωση δε που έχουν τέτοιες συνέπειες, τα μέτρα αυτά πρέπει να εφαρμόζονται κατά τρόπο μη εισάγοντα δυσμενείς διακρίσεις, να δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, να μπορούν να διασφαλίσουν την υλοποίηση του επιδιωκομένου σκοπού και να μη βαίνουν πέραν εκείνου που είναι αναγκαίο για την επίτευξη αυτού του σκοπού.

Το ολλανδικό μέτρο, το οποίο αδικρίτως εφαρμόζεται επί Ολλανδών υπηκόων και επί υπηκόων άλλων κρατών μελών, μπορεί να δικαιολογηθεί από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος που ανάγονται στη διασφάλιση της οδικής ασφάλειας και εμφανίζεται ως ικανό να διασφαλίσει την υλοποίηση του επιδιωκομένου σκοπού. Εντούτοις, δεν είναι σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας.

Πρώτον, οι ολλανδικές αρχές μπορούν, κατά τους οδικούς ελέγχους που διεξάγουν, να προβαίνουν στην ορθή εφαρμογή των διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας περί διάρκειας ισχύος των αδειών προσθέτοντας δέκα έτη στην ημερομηνία χορηγήσεως που αναγράφεται επί της μη καταχωρισθείσας στις Κάτω Χώρες άδειας οδηγήσεως.

Δεύτερον, προκειμένου να διασφαλιστεί η δυνατότητα των αρμοδίων αρχών να ελέγχουν την τήρηση των διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας, θα ήταν αρκετή η ενημέρωση των κατόχων άδειας οδηγήσεως χορηγηθείσας από άλλο κράτος μέλος σχετικά με τις υποχρεώσεις που υπέχουν από την εθνική νομοθεσία, όταν αυτοί προβαίνουν στις αναγκαίες ενέργειες για την εγκατάστασή τους στις Κάτω Χώρες και η επιβολή των κυρώσεων που προβλέπονται σε περίπτωση μη τηρήσεως των εν λόγω διατάξεων.

Σχετικά με το επαχθές της διαδικασίας καταχωρίσεως, κατά τη διαδικασία αυτή απαιτείται από τον κάτοχο άδειας χορηγηθείσας από άλλο κράτος μέλος να προσκομίσει ενώπιον των ολλανδικών αρχών την απόδειξη ότι πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπει η κοινοτική οδηγία για τη χορήγηση άδειας οδηγήσεως. Το Δικαστήριο κρίνει ότι η κατοχή άδειας οδηγήσεως χορηγηθείσας από κράτος μέλος πρέπει να θεωρείτα ως τέτοια απόδειξη και ότι το κράτος μέλος υποδοχής δεν μπορεί, χωρίς να παραβιάζει την αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των αδειών οδηγήσεως, να απαιτεί από τον κάτοχο να προσκομίσει για δεύτερη φορά μια τέτοια απόδειξη.

Όσον αφορά τη διάρκεια της ισχύος στις Κάτω Χώρες άδειας οδηγήσεως χορηγηθείσας από άλλο κράτος μέλος, το Δικαστήριο καταλήγει ότι ο επιλεγείς τρόπος υπολογισμού αυτής της διάρκειας, προκειμένου να καθοριστεί η ημερομηνία από της οποίας οι κάτοχοι πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις της εθνικής νομοθεσίας του κράτους υποδοχής, κατά τον οποίο η διάρκεια υπολογίζεται με βάση την ημερομηνία χορηγήσεως αυτής της άδειας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παραβίαση της αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των αδειών οδηγήσεως.


Μη επίσημο έγγραφο για χρήση από τα μέσα μαζικής ενημερώσεως, το οποίο δεν δεσμεύει το Δικαστήριο.

Διαθέσιμες γλώσσες: όλες

Για το πλήρες κείμενο της αποφάσεως, παρακαλείσθε να συμβουλευθείτε τη σελίδα μας στο Διαδίκτυο
www.curia.eu.int 
σήμερα περί τις 15:00.

Για περισσότερες πληροφορίες παρακαλείσθε να επικοινωνήσετε με την κa. E. Cigna
τηλ. (352) 4303 2582
fax (352) 4303 2674

 

1 -     Οδηγία 91/439/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουλίου 1991 (ΕΕ L 237, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 96/47/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1996 (ΕΕ L 235, σ. 1).