Τμήμα Τύπου και Πληροφοριών

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΥΠΟΥ αριθ. 72/03

11 Σεπτεμβρίου 2003

Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα Christine Stix-Hackl στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-482/01 και C-493/01

Γεώργιος Ορφανόπουλος κατά Land Baden- Württemberg και Raffaele Oliveri κατά Land Baden-Württemberg

Η ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΛΑΜΒΑΝΕΙ ΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΝΑ ΠΕΡΙΟΡΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΓΙΑ ΛΟΓΟΥΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ, ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ ΤΗ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥΣ ΝΑ ΑΠΕΛΑΥΝΟΥΝ ΠΟΛΙΤΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΕΩΣ ΣΕ ΑΛΛΟ ΚΡΑΤΟΣ ΜΕΛΟΣ ΛΟΓΩ ΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ

Κατά την άποψη της γενικής εισαγγελέα, εθνικές διατάξεις οι οποίες καθιστούν αδύνατη την εξέταση της συγκεκριμένης περιπτώσεως αντίκεινται στο κοινοτικό δίκαιο.


Ο Γεώργιος Ορφανόπουλος, Έλληνας υπήκοος, εισήλθε σε ηλικία 13 ετών το 1972 στο γερμανικό έδαφος στα πλαίσια των μέτρων για τη συνένωση των οικογενεικών. Το 1978 επανήλθε στην Ελλάδα για περίοδο δύο ετών, προς εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων. Το 1980 επέστρεψε στη Γερμανία και, ένα χρόνο αργότερα, νυμφεύθηκε Γερμανίδα υπήκοο. Από τον γάμο αυτό γεννήθηκαν τρία τέκνα. Ο Ορφανόπουλος άσκησε διάφορα επαγγέλματα υπό καθεστώς εξαρτημένης εργασίας (με την παρεμβολή περιόδων παρατεταμένης ανεργίας). Έχει εξάρτηση από ναρκωτικά, καταδικάστηκε εννέα φορές για αδικήματα σχετιζόμενα με ναρκωτικά και χρήση βίας και εξέτισε επανειλημμένα ποινές φυλακίσεως. Οι περίοδοι παραμονής του σε ιδρύματα απεξαρτήσεως ήταν μικρής διάρκειας, δεδομένου ότι έπρεπε να τα εγκαταλείψει πρόωρα για πειθαρχικούς λόγους.
Με διάταξη της 28.2.01, το Regierungspräsidium Stuttgart (ομόσπονδο κράτος της Βάδης- Βυρτεμβέργης) αποφάσισε την άμεση απέλαση του Ορφανόπουλου από τη γερμανική επικράτεια στην Ελλάδα. Ο Ορφανόπουλος προσέφυγε κατά τη διατάξεως αυτής ενώπιον του Verwaltungsgericht Stuttgart.

Ο Raffaele Oliveri, Ιταλός υπήκοος, γεννήθηκε το 1977 στη Γερμανία, όπου διαβιώνει έκτοτε. Έχει εξάρτηση από ναρκωτικά και διέπραξε πολλά αδικήματα αναφερόμενα σε κλοπές καθώς και ένα αδίκημα αναφερόμενο σε παράνομο εμπόριο ναρκωτικών ουσιών. Για τον λόγο αυτό εκτίει ποινή φυλακίσεως. Ο Oliveri διέκοψε τη θεραπεία απεξαρτήσεως από τα ναρκωτικά. Με διάταξη της 29.8.00, το Regierungspräsidium Stuttgart αποφάσισε την άμεση απέλαση του Oliveri στην Ιταλία, αυτός δε προσέφυγε κατά της διατάξεως αυτής ενώπιον του Verwaltungsgericht Stuttgart. Με έγγραφο της 20.6.01, το νοσοκομείο των φυλακών ανέφερε ότι, από το 1998, ο Οliveri είναι φορέας του ιού της επίκτητηςανοσοποιητικής ανεπάρκειας (AIDS), ότι, από το 2001, ευρίσκεται στο στάδιο εκδηλώσεως της ασθένειας και ότι στην Ιταλία δεν θα μπορούσε να τύχει επαρκούς φροντίδας.

Το γερμανικό δικαστήριο υπέβαλε στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ερωτήματα επί του αν οι απελάσεις αυτές προσκρούουν σε κοινοτικές διατάξεις και ειδικότερα στην αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων η οποία διατυπώνεται στη Συνθήκη ΕΚ και στη σχετική κοινοτική οδηγία 1.

Η γενική εισαγγελέας Christine Stix-Hackl διατυπώνει σήμερα τις προτάσεις της επί της υποθέσεως αυτής.

Η άποψη του γενικού εισαγγελέα δεν είναι δεσμευτική για το Δικαστήριο. Καθήκον του γενικού εισαγγελέα είναι να υποβάλλει με πλήρη ανεξαρτησία στο Δικαστήριο προτάσεις για την επίλυση των υποθέσεων των οποίων αυτό έχει επιληφθεί.  

Η γενική εισαγγελέας υπενθυμίζει καταρχάς ότι στη νομολογία του Δικαστηρίου διατυπώνονται τέσσερις προϋποθέσεις τις οποίες πρέπει να πληρούν οι περιορισμοί της ελεύθερης κυκλοφορίας για λόγους δημοσίας τάξεως και ασφαλείας: πρέπει, πρώτον, να συντρέχει διατάραξη της δημοσίας τάξεως. πρέπει, δεύτερον, να συντρέχει πραγματική και αρκούντως σοβαρή απειλή η οποία, τρίτον, να θίγει ένα ουσιώδες συμφέρον της κοινωνίας και, τέταρτον, το κρατικό μέτρο πρέπει να έχει αναλογικό χαρακτήρα. Είναι αμφίβολο αν πληρούνται η δεύτερη και η τέταρτη προϋπόθεση.

Η γενική εισαγγελέας επισημαίνει ότι, σύμφωνα με την κοινοτική οδηγία, πρέπει να λαμβάνεται αποκλειστικά υπόψη η προσωπική συμπεριφορά του οικείου προσώπου. Η οδηγία απαιτεί να συντρέχει ενεστώσα και συγκεκριμένη απειλή. Η γενική εισαγγελέας επισημάνει περαιτέρω ότι προηγούμενες καταδικαστικές αποφάσεις για λόγους αναγόμενους στο ποινικό δίκαιο μπορούν να λαμβάνονται υπόψη μόνον αν τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων στηρίζονται καθιστούν δυνατή τη διαπίστωση προσωπικής συμπεριφοράς η οποία συνιστά ενεστώσα απειλή κατά της δημοσίας τάξεως. Οι αρμόδιες αρχές πρέπει να στηρίζουν την απόφασή τους σε πρόγνωση σχετικά με τη μελλοντική συμπεριφορά του οικείου προσώπου: σημαντικά στοιχεία αποτελούν συναφώς, μεταξύ άλλων, το είδος και ο αριθμός των προγενέστερων καταδικαστικών αποφάσεων, ο κίνδυνος υποτροπής, η έκτιση της ποινής με αναστολή καθώς και η αξιολόγηση ενδεχομένων ασθενειών.

Η γενική εισαγγελέας τονίζει ότι οι εθνικές αρχές και τα δικαστήρια οφείλουν να λαμβάνουν επίσης υπόψη τις διατάξεις του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (σεβασμός της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής).

Κατά την αναγκαία εξέταση του αναλογικού χαρακτήρα των μέτρων, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η διάρκεια παραμονής και η γνώση της γλώσσας του κράτους προελεύσεως, καθώς και κατά πόσον τα οικεία πρόσωπα είναι ενσωματωμένα από οικογενειακή, επαγγελματική και κοινωνική άποψη στη Γερμανία.
Ουσιώδη κριτήρια είναι επίσης αν είναι ανθρωπίνως ανεκτό να απαιτηθεί από τους οικείους του ενδιαφερομένου να μετακομίσουν, πού είναι ευχερέστερη η κοινωνική ενσωμάτωση, η ενδεχομένως επανειλημμένη υποτροπή και η πραγματική διάρκεια των στερητικών της ελευθερίας ποινών.


Κατά συνέπεια, σε περιπτώσεις όπως οι υπό εξέταση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, το εθνικό δίκαιο δεν επιτρέπεται να προβλέπει ως υποχρεωτική νομική συνέπεια την απέλαση, δεδομένου ότι αυτό συνιστά παρεμπόδιση της εξετάσεως της συγκεκριμένης ατομικής περιπτώσεως.

Η γενική εισαγγελέας επισημαίνει περαιτέρω ότι, κατά την άποψή της, το ομόσπονδο κράτος της Βάδης-Βυρτεμβέργης παραβαίνει την κοινοτική οδηγία καθόσον, στα πλαίσια της αρμοδιότητας του Regierungspräsidium για την έκδοση διατάξεως περί απελάσεως, δεν υφίσταται "ανεξάρτητη αρχή" η οποία, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, εξετάζει άλλη μια φορά όλα τα πραγματικά περιστατικά, συμπεριλαμβανομένης της σκοπιμότητας των σκοπούμενων μέτρων, πριν από την οριστική έκδοση της αποφάσεως.

Η γενική εισαγγελέας εξετάζει τέλος αν τα εθνικά δικαστήρια έχουν την υποχρέωση να λαμβάνουν υπόψη ορισμένες εξελίξεις στην κατάσταση του οικείου προσώπου οι οποίες σημειώνονται μετά τη λήψη της διοικητικής αποφάσεως. Πρόκειται ειδικότερα για την περίπτωση του Oliveri αναφορικά με την εκδήλωση του AIDS. Η γενική εισαγγελέας υποστηρίζει και επ' αυτού ότι πρέπει να εξετάζεται αν συντρέχει ενεστώσα απειλή κατά της δημοσίας τάξεως, όπου μπορεί να είναι αναγκαία η πρόγνωση για το μέλλον. Κατά την εξέταση του αναλογικού χαρακτήρα της απελάσεως πολίτη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως πρέπει να είναι δυνατό να λαμβάνονται υπόψη νέες εξελίξεις.

Παρατήρηση: Οι εν λόγω υποθέσεις βρίσκονται πλέον υπό διάσκεψη. Η απόφαση θα εκδοθεί εν ευθέτω χρόνω.


Ανεπίσημο έγγραφο για χρήση από τα μέσα μαζικής ενημερώσεως, το οποίο δεν δεσμεύει το Δικαστήριο.

Διαθέσιμες γλώσσες: η γερμανική, η αγγλική, η γαλλική, η ιταλική, η ελληνική και η ολλανδική.

Για το πλήρες κείμενο της αποφάσεως συμβουλευθείτε την ιστοσελίδα μας
www.curia.eu.int  περί την 3η μ.μ. σήμερα.

Για περισσότερες πληροφορίες, επικοινωνήστε με την Estella Cigna
τηλ: (352) 43 03 2582 - fax: (352) 43 03 2674
 


1 -     Οδηγία 64/221/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1964, περί του συντονισμού των ειδικών μέτρων για τη διακίνηση και τη διαμονή αλλοδαπών, τα οποία δικαιολογούνται από λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας.
    ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 16.