Τμήμα Τύπου και Πληροφοριών

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΥΠΟΥ N. 79/03

της 30ής Σεπτεμβρίου 2003

Απόφαση του Δικαστηρίου στην προδικαστική υπόθεση C-224/01

Gerhard Köbler κατά Republik Österreich

ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ ΕΥΘΥΝΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΖΗΜΙΕΣ ΠΟΥ ΥΦΙΣΤΑΝΤΑΙ ΙΔΙΩΤΕΣ ΑΠΟ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΤΕΑ ΣΕ ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΙΟΔΟΤΙΚΟ ΟΡΓΑΝΟ, ΕΦΟΣΟΝ Η ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΔΗΛΗ

Η απόφαση του Verwaltungsgerichtshof με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του Köbler δεν συνιστά παραβίαση του κοινοτικού δικαίου έχουσα πρόδηλο χαρακτήρα και, κατά συνέπεια, δεν θεμελιώνει ευθύνη του Αυστριακού Δημοσίου


Ο Köbler εργάζεται ως τακτικός καθηγητής του πανεπιστημίου του Innsbruck (Αυστρία) από 1ης Μαρτίου 1986. Το 1996 ζήτησε να του χορηγηθεί το ειδικό επίδομα αρχαιότητας που προβλέπεται για τους καθηγητές πανεπιστημίου. Η χορήγηση αυτού του επιδόματος εξαρτάται, κατά την αυστριακή νομοθεσία, από την ύπαρξη δεκαπενταετούς επαγγελματικής εμπειρίας κτηθείσας αποκλειστικώς σε αυστριακά πανεπιστήμια. Ο Köbler συγκέντρωνε τα απαιτούμενα 15 έτη επαγγελματικής εμπειρίας αν συνυπολογιζόταν τα έτη υπηρεσίας του σε πανεπιστήμια άλλων κρατάων μελών.

Μετά την απόρριψη της αιτήσεώς του ο Köbler άσκησε προσφυγή ενώπιον των αυστριακών δικαστηρίων, υποστηρίζοντας ότι η προϋπόθεση αυτή συνιστούσε έμμεση δυσμενή διάκριση αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο.

Το Verwaltungsgerichtshof - αποφαινόμενο σε τελευταίο βαθμό διοικητικό δικαστήριο - υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Κατόπιν αποφάσεως του Δικαστηρίου επί συναφούς υποθέσεως 1, το εν λόγω αυστριακό δικαστήριο ανακάλεσε την αίτησή του για έκδοση προδικαστικής αποφάσεως. Με απόφαση της 24ης Ιουνίου 1998, το Verwaltungsgerichtshof απέρριψε την προσφυγή του Köbler με το σκεπτικό ότι το ειδικό επίδομα αρχαιότητας αποτελούσε ανταμοιβή για την επίδειξη πίστεως, δικαιολογούσα παρέκκλιση από τις διατάξεις περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων.

Ο Köbler άσκησε ενώπιον του Landesgericht für Zivilrechtssachen Wien, αγωγή αποζημιώσεως κατά του Αυστριακού Δημοσίου με το αιτιολογικό ότι η απόφαση του Verwaltungsgerichtshof ήταν αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο. Το επιληφθέν δικαστήριο υπέβαλε στο Δικαστήριο σχετικά προδικαστικά ερωτήματα.

Τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αποκαθιστούν τις ζημίες που προκαλούν στους ιδιώτες οι παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου οι καταλογιστέες σε εθνικά δικαστήρια αποφαινόμενα σε τελευταίο βαθμό.

Το Δικαστήριο υπενθυμίζει, κατ' αρχάς, ότι έχει ήδη αποφανθεί 2 ότι το σύστημα της Συνθήκης ΕΚ επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να αποκαθιστούν τις ζημίες που υφίστανται οι ιδιώτες λόγω καταλογιστέων στα κράτη μέλη παραβιάσεων του κοινοτικού δικαίου, ασχέτως του οργάνου του κράτους μέλους που προκάλεσε τη ζημία.

Πράγματι, θα περιοριζόταν η σημασία του λειτουργήματος που επιτελεί η δικαστική εξουσία στο πλαίσιο της προστασίας των δικαιωμάτων που έλκουν οι ιδιώτες από το κοινοτικό δίκαιο, αν αυτοί δεν είχαν τη δυνατότητα, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να ζητούν αποκατάσταση των ζημιών που τους προκάλεσε παραβίαση του κοινοτικού δικαίου καταλογιστέα σε δικαστήριο κράτους μέλους αποφαινόμενο σε τελευταίο βαθμό. Σε μια τέτοια περίπτωση, οι ιδιώτες πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ζητούν αναγνώριση της ευθύνης του δημοσίου, ώστε να μπορούν να κατοχυρώνουν νομικώς τα δικαιώματά τους.

Με πάγια νομολογία του το Δικαστήριο καθόρισε τρεις αναγκαίες και επαρκείς προϋποθέσεις για τη θεμελίωση ευθύνης κράτους μέλους για παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου που δύνανται να του καταλογιστούν. Οι προϋποθέσεις αυτές έχουν, επίσης, εφαρμογή και στην περίπτωση παραβάσεως κανόνος του κοινοτικού δικαίου εκ μέρους εθνικού δικαστηρίου αποφαινομένου σε τελευταίο βαθμό:

1)    ο παραβιαζόμενος κανόνας δικαίου να αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες.
2)    η παραβίαση να είναι κατάφωρη, και
3)    να υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραβιάσεως της υποχρεώσεως που υπέχει το κράτος και της ζημίας που υπέστησαν οι ζημιωθέντες.

Προκειμένου να κρίνει αν η παραβίαση είναι κατάφωρη, όταν η παραβίαση απορρέει από απόφαση εθνικού δικαστηρίου αποφαινομένου σε τελευταίο βαθμό, το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο πρέπει, λαμβανομένης υπόψη της ιδιομορφίας του δικαστικού λειτουργήματος, να εξετάζει αν το αποφαινόμενο σε τελευταίο βαθμό δικαστήριο αγνόησε προδήλως το εφαρμοστέο δίκαιο και τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου.

Στην έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους απόκειται να ορίσει το Δικαστήριο που είναι αρμόδιο για την επίλυση διαφορών σχετικών με μια τέτοια αποζημίωση

Η ανστριακή νομοθεσία περί χορηγήσεως του ειδικού επιδόματος αρχαιότητας στους καθηγητές πανεπιστημίου είναι ασυμβίβαστη με το κοινοτικό δίκαιο και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί.

Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η αυστριακή νομοθεσία η οποία απαιτεί, για τη χορήγηση του ειδικού επιδόματος στους καθηγητές πανεπιστημίου, επαγγελματική πείρα 15 ετών κτηθείσα αποκλειστικώς στα αυστριακά πανεπιστήμια συνιστά, κώλυμα στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, απαγορευόμενο από τη Συνθήκη ΕΚ.


Το Δικαστήριο τονίζει, για πρώτη φορά, ότι, καίτοι θα μπορούσε, κατ' αρχήν, να δικαιολογηθεί για λόγους γενικού συμφέροντος η παροχή κινήτρων ώστε να παραμένουν οι εργαζόμενοι πιστοί στους εργοδότες τους, το επίμαχο αυστριακό μέτρο συνεπάγεται κωλύματα που δεν μπορεί να δικαιολογήσει μια τέτοια επιδίωξη. Πράγματι, συνεπάγεται στεγανοποίηση της αγοράς εργασίας των καθηγητών πανεπιστημίου επί αυστριακού εδάφους και αντίκειται προς την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων.

Το Δικαστήριο κρίνει ότι το ανώτατο αυστριακό δικαστήριο δεν παραβίασε προδήλως και, συνεπώς, καταφώρως το κοινοτικό δίκαιο και ότι, επομένως, δεν θεμελιούται ευθύνη του Αυστριακού Δημοσίου.

Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, απόκειται, κατ' αρχήν, στα εθνικά δικαστήρια να εξετάζουν αν συντρέχουν τα κριτήρια που στοιχειοθετούν ευθύνη των κρατών μελών για ζημίες προκαλούμενες στους ιδιώτες από παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου. Εντούτοις, στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο έκρινε ότι έχει στη διάθεσή του όλα τα στοιχεία που του επιτρέπουν να εξετάσει αν συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις.

Κατά το Δικαστήριο, η διάταξη του Verwaltungsgerichgshof της 24ης Ιουνίου 1998 στηρίζεται σε πεπλανημένη κατανόηση της αποφάσεως Schöning-Κουγεβετοπούλου και συνιστά παραβίαση του κοινοτικού δικαίου. Πάντως, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, αυτή καθ'εαυτή, η παραβίαση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως πρόδηλη.

Πράγματι, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι δεν είχε την ευκαιρία να αποφανθεί επί της δυνατότητας δικαιολογήσεως μέτρου συνιστάμενου στην παροχή κινήτρων ώστε να παραμείνουν οι εργαζόμενοι πιστοί στον εργοδότη τους σε σχέση με το κοινοτικό δίκαιο. Συνεπώς, η απάντηση δεν ήταν προφανής.

Δεύτερον, το γεγονός ότι το Verwaltungsgerichtshof έπρεπε να εμείνει στην αίτησή του για έκδοση προδικαστικής αποφάσεως δεν συνιστά, επίσης, επαρκές στοιχείο για έναν τέτοιο χαρακτηρισμό. Το Verwaltungsgerichtshof έκρινε ότι δεν ήταν σκόπιμο να εμμείνει στην αίτησή του για έκδοση προδικαστικής αποφάσεως λόγω της εσφαλμένης ερμηνείας που έδωσε στην απόφαση του Δικαστηρίου.



Ανεπίσημο έγγραφο, προοριζόμενο για τα μέσα μαζικής ενημερώσεως, το οποίο δεν δεσμεύει το Δικαστήριο (το Πρωτοδικείο).

Διαθέσιμες γλώσσες: DA, DE, EN, FI, FR, GR, ES, IT, NL, PT, SV (όλες)

Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως (των προτάσεων) βρίσκεται στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου (www.curia.int).
Μπορείτε να το συμβουλευτείτε, καταρχήν, από τις 12 μμ (ώρα Κεντρικής Ευρώπης) την ημερομηνία της εκδόσεως της αποφάσεως (της αναπτύξεως των προτάσεων).

Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε με την κ. Estella Cigna
Tηλ: (00352) 4303 2582 Fax: (00352) 4303 2674

 

1 -     Απόφαση του Ιανουαρίου 1998, Schöning-Koυγεβετοπούλου (C-15/96, Συλλογή σ. I-47). Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι μέτρο το οποίο εξαρτά την αμοιβή ενός εργαζομένου από την αρχαιότητά του αλλά αποκλείει οποιαδήποτε δυνατότητα συνυπολογισμού περιόδων ομοειδούς απασχολήσεως που συμπληρώθηκαν στη δημόσια υπηρεσία άλλου κράτους μέλους μπορεί να συνιστά παραβίαση της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων. 2 -     Μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 19ης Νοεμβρίου 1991, Francovich (C-6/90 και C-9/90, Συλλογή σ. I-5357). της 5ης Μαρτίου 1996, Brasserie du pécheur και Factortame (C-46/93 και C-48/93, Συλλογή σ. I-1029).